Press ESC to close

Ο Παστουρμάς

Το σημερινό άρθρο  αναφέρεται στην λέξη της δημοτικής “παστουρμάς“, καθώς και στην ετυμολογία αυτού. Η ίδια ακριβώς ανάλυση υπάρχει στο βιβλίο μου, με τίτλο “Η ΜΥΣΤΗ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ, η αποκατάσταση της αλήθειας περί της ονομασίας αυτής. Η ονομασία των κατοίκων της και της γλώσσας αυτών”, (Λαβδάς Γ., 2025, 137), καθώς επίσης και στο υπό έκδοση βιβλίο μου, με τίτλο «Ο Γλωσσικός Κώδικας της Μυστής Καππαδοκίας».

Ο “παστουρμάς” είναι λέξη της δημοτικής, που στην Μυσhιώτικη γλώσσα λέγεται «μπαστουρ’μάς»,[1] ενώ στην Τουρκική «pastirma» (= παστουρμάς).[2]

Είναι εκλεκτό έδεσμα (μεζές) και δεν είναι φαγητό, για να παρατίθεται ως κύριο γεύμα. Στο χωριό μου (Μάνδρα Λάρισας) ακόμη παρασκευάζουμε «μπαστουρ’μά», όπως και τα πολύ ξεχωριστά λουκάνικα, τα γνωστά ως τύπου Καππαδοκίας. Είναι τα δύο ξεχωριστά εδέσματα, που μάθαμε από μικροί να παρασκευάζουμε, κατά την περίοδο αμέσως μετά τα Χριστούγεννα. Την τεχνική τους μας την δίδαξαν οι πρόσφυγες πρόγονοί μας, όπως επίσης και το πως αυτά τρώγονται, ως μεζές, πίνοντας τσίπουρο, ενίοτε και κρασί. Παρασκευάζονται, από τα μέλη κάθε οικογένειας, για ιδία αυτών κατανάλωση, με ειδική μερακλήδικη διαδικασία, από κατάλληλα κομμάτια ωμού κρέατος, (βοδινό ή αγελαδινό ή βουβαλίσιο ή καμήλας,[3] αλλά ακόμη και από χοιρινό που περιέχει όμως και το δερματικό λίπος του).

Το ωμό κρέας επιλέγεται και τεμαχίζεται κατάλληλα, για την συγκεκριμένη χρήση. Τα κομμάτια αυτά αλατίζονται πολύ καλά, με χοντρό αλάτι, για να γίνει σε κάποιο βαθμό η αφύγρανση τους, για να παστωθούν, να ψηθούν από το αλάτι, μέσα σε μερικές ημέρες (4-6 ημέρες), τοποθετώντας επάνω τους και κάποιο βάρος, (μια καθαρή και τυλιγμένη με πανί λεία πλακουτσωτή πέτρα), προκειμένου να αφαιρεθούν όλοι οι χυμοί του κρέατος, δηλαδή να στραγγίσει καλά το κρέας. Στη συνέχεια, αφαλατώνονται (ξεπλένονται) και στραγγίζουν καλά, οπότε το καθένα από τα κομμάτια αυτά, ένα-ένα, επικαλύπτεται με λεπτό στρώμα ειδικής αλοιφής, καφε-κοκκινωπού χρώματος, την οποία έχουμε εν τω μεταξύ παρασκευάσει, με κύριο συστατικό της το «τσιμένι» (= αλεσμένο μοσχοσίταρο), μαζί και με αρκετά άλλα πολύ συγκεκριμένα μπαχαρικά και σκόρδο, σε συγκεκριμένες αναλογίες. Ο σκοπός της αλοιφής αυτής είναι, αφ’ ενός μεν, να προφυλάξει, να περιφρουρήσει το κρέας από αλλοίωση, κυρίως δε από την υγρασία και την μούχλα, αλλά και από βλαβερούς μικροοργανισμούς, (έντομα, μύγες, κ.λ.π.), προκειμένου να αντέξει, να διατηρηθεί, σε βάθος χρόνου και αφ’ ετέρου, να το εμπλουτίσει με τα αρώματα των μπαχαρικών και του μοσχοσίταρου, από τα οποία είναι φτιαγμένη. Μετά την επάλειψη της ειδικής αυτής αλοιφής, όλα τα κομμάτια του νωπού «μπαστουρ’μά» θα κρεμαστούν, σαν σε αρμάθες (αρμαθιές), σε κάποιο σχοινί στον ήλιο για να στεγνώσουν, ενώ την νύχτα πρέπει να μεταφέρονται στο εσωτερικό της οικίας, κυρίως λόγω της υγρασίας, που πέφτει την νύχτα στα μέρη μας. Μόλις, σε λίγες μέρες «στεγνώσει» κάπως η εξωτερική επικάλυψη, ο παστουρμάς είναι πλέον έτοιμος, για να ψιλοκόβεται και να προσφέρεται, ως ξεχωριστός και περιζήτητος μεζές.

Στις παρακάτω εικόνες από το διαδίκτυο φαίνονται, αριστερά μια “αρμαθιά” με νωπό παστουρμά, ενώ δεξιά μια πιατέλα με ψιλοκομμένο, για σερβίρισμα:

 

Από την παραπάνω διαδικασία παρασκευής του παστουρμά, και επειδή το κρέας του δεν ψήνεται, παρά μόνον παστώνεται με το αλάτι, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι ένας τύπος «ωμοφαγίας», που είναι γνωστή από την αρχαιότητα, όπως για παράδειγμα στα Θεσμοφόρια της Ερέτριας, όπου συνηθιζόταν οι γυναίκες να τρώνε «κρέας ψημένο στον ήλιο».[4] Σήμερα, μπορούμε να πούμε ότι, τρώγοντας κανείς «λιαστά» ψάρια  ή «λιαστό» χταπόδι, είναι και αυτό ένα είδος «ωμοφαγίας».

Ο Π. Καρολίδης, αναφέρει ότι «τόν παστουρμᾶν ἐκάλουν οἱ λόγιοι ταριχευτόν ὄψον». Επίσης,  από τον Γρηγόριο Θεολόγο, (Γρηγ. Θεολ. 35), γνωρίζουμε ότι αυτός ήταν γνωστός στην αρχαιότητα.[5] Σημειωτέον, ότι ο «ταριχευτός όψος» είναι ο «παστουρμάς», είναι το «παστό έδεσμα», καθώς το μεν επίθετο «ταριχευτός» (= παστός),[6] το δε ουσιαστικό, το «ὄψον» (= έδεσμα, τροφή, καρύκευμα, γενικά τα πολυτελή εδέσματα, πᾶν τό ἐσθιόμενον μετά τοῦ ἄρτου ἤ τῆς τροφής ὡς προσφάγιον ἤ ὅπως προκαλέσῃ τήν πόσιν οἴνου).[7]

Ο Πατριάρχης Κύριλλος ο Στ΄, στην σχετική εργασία του για την Αρχισατραπία του Ικονίου, όπου διετέλεσε Μητροπολίτης, αναφέρει ότι «εἰς τήν Καισάρειαν γίνεται τάριχος (παστουρμᾶς κοινῶς) κάλλιστος». Για την φράση αυτή, ο σχολιαστής του συγκεκριμένου αυτού έργου Τάκης Σαλκιτζόγλου, γράφει σε σχετική σημείωση του, τα εξής : «Ήδη ο Στράβων είχε γράψει περί ταριχευτού όψου Καππαδοκίας και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος περί παστού όψου Καππαδοκίας (ὄψον = έδεσμα, καρύκευμα). Ο παστουρμάς προέρχεται από το τουρκικό bastirma[8] : πίεση, πλάκωμα. Κατ’ άλλους προέρχεται από τη συμπροφορά των λέξεων παστόν Ρωμαίων».[9]

Η Ευδοκία Επέογλου – Μπακαλάκη, στο βιβλίο της με τίτλο «Η ΑΜΑΣΕΙΑ», από την διαδικασία παρασκευής του «παστουρμά», που ακολουθούν στην Αμάσεια, αναφέρει περιληπτικά μόνον το τμήμα, που αφορά την προετοιμασία του κρέατος, η οποία δεν διαφέρει από την προαναφερθείσα, που ακολουθούμε εμείς οι «Μυσhιώτ’» (= Μυσhιώτες). Όμως, δεν κάνει καμμία αναφορά στην ειδική αλοιφή, με την οποία στο τέλος επικαλύπτεται το παστωμένο κρέας, μετά τον αφαλατισμό του, για να γίνει «παστουρμάς», όπως τον βλέπουμε και στην αγορά. Πιό συγκεκριμένα, αναφέρει τα εξής : «Έστρωναν σε μια ξύλινη σκάφη – δεν υπήρχε και αλλιώτικο – ένα άσπρο σεντόνι που το φύλαγαν γι’ αυτή τη δουλειά, αράδιαζαν πάνω απ’ το σεντόνι μια σειρά τα κομμάτια το κρέας που είδαμε ότι τα προόριζαν για παστουρμά. Έριχναν μπόλικο χοντρό αλάτι από πάνω κι επαναλάμβαναν το αράδιασμα και το αλάτισμα κάθε σειρά. Στο τέλος κουκούλωναν το σωρό αυτό με τις άκρες του σεντονιού και από πάνω, όλα μαζί, τα σκέπαζαν με βαριές λείες πέτρες για να πατηθούν. Γι’ αυτό και λέγεται παστουρμάς – basiyorum τουρκικά θα πει πατώ, πιέζω – το παρασκευαζόμενο με το πάτημα, την πίεση». [10]

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, γνωρίζουμε λοιπόν ότι στην Καππαδοκία, επί εποχής Στράβωνα,[11] υπήρχε το λεγόμενο «ταριχευτόν όψον» και ότι στην εποχή του Γρηγορίου του Θεολόγου υπήρχε το «παστόν όψον». Δηλαδή, αυτό το «παστόν ὄψον» ήταν ήδη γνωστό 700 – 1.000 χρόνια περίπου, πριν από την εμφάνιση των Τούρκων, στην περιοχή εκείνη. Σύμφωνα δε με τον Π. Καρολίδη, τον «παστουρμά» οι λόγιοι τον ονόμαζαν «ταριχευτόν όψον».

Από όλα τα παραπάνω και προκειμένου να προχωρήσουμε στην ετυμολόγηση του «παστουρμά», που στην Μυσhιώτικη λέγεται «μπαστουρ’μάς», αρχικά μας ενδιαφέρουν οι εξής τρεις απόψεις :  1).Του Π. Καρολίδη, ότι τον «παστουρμά» τον έλεγαν «ταριχευτόν ὄψον», 2). Του Τάκη Σαλκιτζόγλου, ότι ο «παστουρμάς» προέρχεται, είτε από το τουρκικό «bastirma» είτε από την συμπροφορά των λέξεων «παστόν Ρωμαίων», και 3). Της Επέογλου – Μπακαλάκη, ότι ο παστουρμάς προέρχεται από το τουρκικό ρήμα «basiyorum» και ότι αυτό σημαίνει πατώ, πιέζω, επειδή το κρέας του παστουρμά, κατά την προετοιμασία του, παρασκευάζεται με το πάτημα, με την πίεση.[12]

Πριν όμως αποδεχθούμε ή απορρίψουμε τις δύο παραπάνω απόψεις, οι οποίες θεωρούν τον «παστουρμά», ως λέξη Τουρκική, ή ως συμπροφορά των λέξεων «παστόν Ρωμαίων», ας δούμε προσεκτικά τις παρακάτω λέξεις, που υπάρχουν, στα διάφορα Ελληνικά λεξικά, εκ των οποίων η σημασία, άλλων μεν, σχετίζεται με κάτι «το βρώσιμο, το φαγώσιμο, το παστό, το αλατισμένο, το πασπαλισμένο», άλλων δε, με «το περιφρουρημένο, το προστατευμένο, το προφυλαγμένο, το οχυρωμένο, το φυλαγμένο, το καλυμμένο». Άλλωστε, όπως προαναφέρηκε, ο «παστουρμάς» είναι βρώσιμο παστό κρέας, το οποίο όμως είναι προφυλαγμένο, καλυμμένο, με την ειδική αλοιφή επάλειψης, της οποίας το άρωμα είναι σε όλους μας πολύ ξεχωριστό :

i. -«πάσσω» [ μέλλων = «πάσω», αόριστος = «ἔπασα», μέσος αόρ. α’ = «ἐπασάμην», παρακείμενος = «πέπασμαι» και υπερσυντέλικος = «(ἐ)πέπαστο] = ἐπιπάσσω, πασπαλίζω τι λεπτῶς τετριμμένον, ἐπιθέτω τοῦτο ἐπί τῆς ἐπιφανείας πράγματος τινος, ἐπιπάσσω ἅλας, ἀλατίζω.[13]

ii. -«πάσσω» = ἐπιπάσσω, πασπαλίζω, πασσαλείφω, κ.λ.π.[14] Στην Ιλιάδα του Ομήρου, αναφέρονται οι εξής δύο φράσεις, όπου περιέ-χεται το ρήμα «πάσσω»: 1). Ο/394: «…, ἐπί δ’ ἕλκεϊ λυγρῷ φάρμακ’ ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων….» ( = … ἐπί τοῦ θλιβερού ἕλκους ἐπίπασε φάρμακα θεραπευτικά τῶν μελανών ὀδυνών…), και 2). Ε/900 : «…τῷ δ’ ἐπί Παιήων ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων ἠκέσατο…» ( = κι ὁ Παιήων κατά τῶν ὀδυνῶν φάρμακα ἐπιπάσσων τον θεράπευσε…).[15]

iii. -«πάσσω» = πασπαλίζω, κ.λ.π., θέμα: πάσσ– ή πάττ-. Παράγωγη λέξη, είναι το «παστός».[16]

iv. -«πάσσεται» = ἐσθίει.[17]

v. -«πάστα» (= βρῶμα ἐκ τυροῦ ἀνάλου μετά σεμιγδάλεως καί σησαμίου σκευαζόμενον),[18] όπου το μεν  ουσιαστικό «βρῶμα» (= πᾶν το τρωγόμενον, τροφή, φαγητόν),[19] το δε επίθετο «ἄναλος, -ον» ( = ἀνάλατος).[20]

vi. -«παστός, ή, όν» = ὁ δι’ ἅλατος πεπασμένος, ἁλατισμένος, ὁ δι’ ἅλατος ἤ ἅλμης διατηρούμενος, ἁλίπαστος, παστωμένος.[21]

vii. -«πατέομαι, (μέλλων «πάσομαι», αόρ. α΄ «ἐπασάμην», με- τοχή πασάμενος», «παρακείμενος «πέπασμαι», ετυμ.: πατέομαι, ἄπα-στος) = τρέφομαι, τρώγω, εσθίω, γεύομαι.[22]

viii. -«ἐρύομαι τι» = φρουρῶ, διατηρῶ κάτι.[23]

ix. -«ἥρμαξεν» = ἐσκέπασεν, ὠχύρωσεν.[24]

x. -«ἔρυμα» = κάλυμμα, φύλαγμα, οχύρωμα, φυλακή.[25]

xi. -«ἔρυμα» = σκέπασμα, προφύλαγμα.[26]

xii. -«ἔρυμα» = φραγμός, οχύρωμα. Η λέξη αυτή είναι παράγω-γο του ρήματος «ἐρύω».[27]

xiii.-«ἔρυμα» = ὀχύρωμα, φυλακή, κάλυμμα, φύλαγμα.[28]

xiv.-«ἔρυμα, –ατος» = σκέπη, προφύλαγμα, προφυλακτικόν μέ-σον.[29]

xv. -«παστουρμάς» = ἔδεσμα ἐκ παστοῦ κρέατος βουβάλου ἤ καμήλου καταλλήλως ἀρωματιζομένου καί ἀποξηραινομένου.[30]

Παρασκευαστικά και με βάση τα παραπάνω, ο «παστουρμάς» αποτελείται από δύο κύρια συστατικά στοιχεία. Από το κρέας, που παστώνεται με αλάτι και από την ειδική αλοιφή επικάλυψης. Λαμβάνοντας δε υπόψη αφ’ ενός τον τρόπο, με τον οποίον παρασκευάζεται και αφ’ ετέρου τις σημασίες όλων των παραπάνω λέξεων, ετυμολογικά, η λέξη «μπαστουρ’μάς», της Μυσhιώτικης γλώσσας, είναι λέξη σύνθετη, η οποία προκύπτει από τις εξής δύο Ομηρικές λέξεις: 1). Από το ρήμα «πάσσω», παράγωγο του οποίου είναι και το επίθετο «παστός, -ή, -όν»,  και 2). Από το ρήμα «ἐρύομαι», παράγωγο του οποίου είναι το ουσιαστικό «ἔρυμα», όπως αυτά ερμηνεύονται πιο πάνω, από τα αντίστοιχα λεξικά.

Η σύνθεση των παραπάνω ρημάτων, (πάσσω + ἐρύομαι), σημαίνει «επιπάσσω αλάτι (παστώνω) και περιφρουρώ», «παστώνω και διατηρώ προφυλαγμένο κάτι». Η δε σύνθεση των αντίστοιχων παράγωγων ουσιαστικών των ρημάτων αυτών, (παστό + ἔρυμα), σημαίνει «παστό προφυλαγμένο, παστωμένο και προφυλαγμένο, καλυμμένο παστό, περιφρουρημένο παστό».

Ουσιαστικά, η εν λόγω σύνθεση περιγράφει τα κύρια χαρακτηριστικά του παστουρμά, που είναι ο συνδυασμός του παστωμένου κρέατος, με την επικαλυπτική ειδική αλοιφή, για την προφύλαξη (περιφρούρηση) αυτού. Άλλωστε, μην ξεχνούμε ότι εκείνες τις εποχές δεν υπήρχαν, ψυγεία και καταψύκτες και ο «μπαστουρ’μάς» έπρεπε να παραμείνει εύγευστος και να διαρκέσει μερικούς χειμερινούς μήνες και αυτό το κατάφερναν με το αλάτισμα (το πάστωμα) και την ειδική επικαλυπτική αλοιφή προφύλαξης αυτού.

Σχηματισμός : Η Μυσhιώτικη λέξη «μπαστουρ’μάς» σχηματίζεται από το θέμα «παστο-», του παραπάνω επιθέτου «παστός», από το παραπάνω ουσιαστικό «ἔρυμα», καθώς και από το καταληκτικό «-ς», με το οποίο η λέξη τρέπεται σε ουσιαστικό αρσενικού γένους:  παστο- + ἔρυμα + -ς > παστοέρυμας > παστούρυμας, λόγω συνεκφοράς των συνεχόμενων φωνηέντων «οε», ως «ου» μακρόν,[31]  > παστούρουμας, είτε λόγω προφοράς του δίχρονου φωνήεντος «υ», ως «ου» μακρόν,[32] είτε λόγω αφομοίωσης του «υ», με το φωνήεν της αμέσως προηγούμενης συλλαβής, που εδώ είναι η δίφθογγος «ου»,[33] και > μπαστουρ’μάς, λόγω αποβολής του άτονου «ου», (προφανώς για αποφυγή παρήχησης),[34] με ταυτόχρονη τροπή του αρχικού «π» σε «b»,[35] (που γράφεται, «μπ»), και καταβίβασης του τόνου στην λήγουσα.

ΣΧΟΛΙΟ : Από την παραπάνω ανάλυση, αποδεικνύεται ότι, τόσον η Μυσhιώτικη λέξη «μπαστουρ’μάς», όσον και της δημοτικής ο «παστουρμάς», (που προκύπτει με την ίδια ακριβώς διαδικασία, χωρίς όμως την τροπή του αρχικού «π», σε «μπ»), είναι λέξη Ελληνική σχηματιζόμενη από την σύνθεση δύο Ομηρικών λέξεων και ως εκ τούτου αυτή δεν είναι Τουρκική, όπως πολλοί θεωρούν. Στην Τουρκική γλώσσα, υπάρχει βεβαίως η  λέξη  «pastirma» (= παστουρμάς),[36] η οποία όμως είναι λέξη «δάνειο», που έχει πάρει από την Μυσhιώτικη γλώσσα, διότι τον «μπαστουρ’μά» ή αλλιώς τον «ταριχευτόν όψον», όπως προαναφέρθηκε, τον γνώριζαν οι Έλληνες της Καππαδοκίας τουλάχιστον 700 – 1000 χρόνια, πριν την εμφάνιση των Τούρκων στην περιοχή.

Το Τουρκικό «pastirma» φαίνεται πως σχηματίζεται, είτε από λέξη «παστουρμά» ( > partirma) είτε από το θέμα «παστ-» και το αρχικό «ἤρμα-», του παραπάνω ρήματος «ἥρμαξεν» (= ἐσκέπασεν, ὠχύρωσεν), που αναφέρεται στο Λεξικό του Ησυχίου. Ήτοι, παστ- + ἤρμα-, > παστήρμα, και > pastirma.

Η παραπάνω λέξη «bastirma»,[37] που αναφέρεται από τον Τάκη Σαλκιτζόγλου, σημασιολογικά απέχει της έννοιας του παστουρμά. Για τον παστουρμά, η Τουρκική γλώσσα έχει και χρησιμοποιεί αποκλειστικά την προαναφερθείσα λέξη «pastirma».

Η λέξη «basiyorum», την οποία αναφέρει η Επέογλου – Μπακαλάκη, δεν υπάρχει στο ανά χείρας μου Τουρκοελληνικό λεξικό, πλην όμως σύμφωνα με το διαδίκτυο σημαίνει, στην Αγγλική γλώσσα, «I’m printing» (= εκτυπώνω, τυπώνω),[38] που σημασιολογικά θεωρώ ότι δεν εκφράζει απόλυτα τον «παστουρμά».

Όσον δε αφορά την  άποψη ότι ο παστουρμάς προκύπτει από την συμπροφορά των λέξεων «παστόν Ρωμαίων», θεωρώ ότι είναι μη τεκμηριωμένη άποψη και ως εκ τούτου παραμένει εκτός σχολίων.

Ύστερα από τα παραπάνω, η άποψη εκείνων που θεωρούν ότι η λέξη της δημοτικής «παστουρμάς», (ή η λέξη της Μυσhιώτικης γλώσσας «μπαστουρ’μάς»), είναι λέξη Τουρκική, δεν ισχύει. Παρ’ όλα αυτά, στα παρακάτω βιβλία, αναφέρεται ότι η εν λόγω λέξη είναι λέξη Τουρκική:

(α). – Στο λεξικό του Δημητράκου, 1964, η λέξη «παστουρμάς» αναφέρεται ως λέξη Τουρκική.

(β). -Στο βιβλίο του Σαλκιτζόγλου, με τίτλο, «Η Αρχισατραπία του Ικονίου», (Κυρίλλου Στ’ Πατριάρχου Κων/πόλεως),[39] η λέξη «παστουρμάς» αναφέρεται ως Τουρκική.

(γ). –Στο βιβλίο της Επέογλου – Μπακαλάκη,  με τίτλο, «Η ΑΜΑΣΕΙΑ»,[40] η λέξη «παστουρμάς» αναφέρεται ως Τουρκική.

(δ). – Στο βιβλίο. με τίτλο, «ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΗΣ ΣΙΛΛΗΣ», το εν λόγω  ουσιαστικό αναφέρεται στην αιτιατική ενικού, ως «παστουρμά», καθώς και ότι αυτή είναι λέξη Τουρκική.[41]

(ε). –Στην εργασία, με τίτλο «ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΟ ΦΑΡΑΣΙΩΤΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ», η εν λόγω λέξη αναφέρεται ως  ο «παστουρμάς» ( = παστουρμάς), καθώς και ότι αυτή προκύπτει από την Τουρκική λέξη «pastirma».[42]

(στ). –Στο Λεξικό Ποντικής Διαλέκτου,  η εν λόγω λέξη αναφέρεται ως «παστουρμά» (= κρέας παστωμένον δι’ εἰδικῆς συσκευασίας, παστουρμᾶς), καθώς και ότι αυτή προκύπτει από την Τουρκική λέξη «bastirma».[43]

(ζ). –Στο βιβλίο, με τίτλο, «MICTI ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ», όπου η εν λόγω λέξη αναφέρεται ως «παστουρμά» (= παστουρμάς), καθώς και ότι αυτή προκύπτει από την Τουρκική λέξη «pastirma».[44]

(η). –Στο βιβλίο με τίτλο, «ΤΟ ΜΙΣΤΙ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙ-ΑΣ»,  η εν λόγω λέξη αναφέρεται ως «παστουρμά», καθώς και ότι αυτή προκύπτει από την Τουρκική λέξη «pastirma».[45]

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Η εν λόγω ονομασία, έχει συνολικά τους εξής τύπους, στις αντίστοιχες πτώσεις: Ονομαστική ενικού = «μπαστουρ’μάς ή μπαστeρ’μάς ή παστουρ’μά». Γενική ενικού = «μπαστουρ’μαϊού ή μπαστeρ’μαϊού». Αιτιατική ενικού = «μπαστουρ’μά ή μπαστeρ’μά». Ονομαστική και αιτιατική πληθυντικού  = «μπαστουρ’μάϊα ή μπαστeρ’μάϊα ή παστουρ’μάϊα». Γενική πληθυντικού = «μπαστουρ’μαίούς ή μπαστeρ’μαϊούς».

[2] Faruk Tunkey – Καρατζάς, (Τουρκοελληνικό Λεξικό), 2000, 71: Βλέπε την Τουρκική λέξη «pastirma» = παστουρμάς.

[3] Ο παστουρμάς της καμήλας ξεχωρίζει από τά άλλα είδη, από το ότι η πολύ λεπτή φέτα αυτού αποκτά τα χρὠματα της ίριδας, όταν την δούμε με φόντο τον ήλιο.

[4] Λεκατσάς, 1971, 177.

[5] ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, (Περιοδικόν, Τόμ. 17ος), 1980, 160.

[6] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε την λ. «ταριχευτός», καθώς και την υπ’αριθμ. 1 ερμηνεία αυτής.

[7] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε την λ. «ὄψον», καθώς και τις υπ’αριθμ. 1, 2 και 3 ερμηνείες αυτής.

[8]  Faruk Tunkey – Καρατζάς, (Τουρκοελληνικό Λεξικό), 2000, 70: Βλέπε την Τουρκική λέξη «bastirma» = εκτύπωση, καταστολή, πίεση, καταπίεση, πάταξη, πλάκωμα, συντριβή, ρέλι, ρέλιασμα.

[9] Σαλκιτζόγλου, 2018, 152 και 153: Βλέπε επίσης και  την υπ’αριθμ. 140 Σημείωση, της σελ. 153.

[10] Επέογλου – Μπακαλάκη, 1998, 102.

[11]  Κωνσταντινίδης, (Λεξικό), 1900, (Α΄ Έκδοση), 458: Βλέπε το όνομα, «Στράβων» (γεν. = του Στράβωνος), που ήταν περίφημος Έλλην γεωγράφος και που γεννήθηκε στην Αμάσεια του Πόντου, το 66 π.Χ. και πέθανε το 24 μ. Χ.

[12] Η λέξη «basiyorum» δεν αναφέρεται στο ανά χείρας μου Τουρκοελληνικό Λεξικό. Όμως, αναφέρονται οι εξής λέξεις: 1).-«basiölçer» (= πιεσόμετρο) και 2).-«yorum» = σχόλιο, ερμηνεία, εξήγηση, εκδοχή, υπόμνημα, [Faruk Tunkey – Καρατζάς, (Τουρκοελληνικό Λεξικό), 2000, 70, 841:  Βλέπε τις ως άνω λέξεις, στις σελ. 70 και 841, αντίστοιχα].

[13] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε τις υπ’ αριθμ. 1 και 2 ερμηνείες της λ. «πάσσω».

[14] Πανταζίδης, (Ομηρικό Λεξικό), 1999.

[15] Όμηρος, ΙΛΙΑΣ, 1998: Βλέπε τους στίχους, Ο/394, Ε/900.

[16] Παπανικολάου, (Λεξικό Ρημάτων), 1962.

[17] Ησυχίου, Λεξικό.

[18] Ησυχίου, Λεξικό.

[19] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964.

[20] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964.

[21] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964. Επίσης και Σταματάκος (Λεξικό), 1972.

[22]  Σταματάκος, (Λεξικό), 1972.

[23] Παπανικολάου, (Λεξικό Ρημάτων), 1962.

[24] Ησυχίου, Λεξικό.

[25] Ησυχίου, Λεξικό.

[26] Πανταζίδης, (Ομηρικό Λεξικό), 1999.

[27] Παπανικολάου, (Λεξικό Ρημάτων), 1962.

[28] Ησυχίου, Λεξικό.

[29] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε την υπ’αριθμ. 1 ερμηνεία της λ. «ἔρυμα».

[30] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε την «παστουρμάς»,  (η οποία μάλιστα αναφέρεται ως Τουρκική λέξη), καθώς και την υπ’ αριθμ. 1 ερμηνεία αυτής.

[31] Τζάρτζανος, (Γραμματική), 1962, 123: Βλέπε για την τροπή των συνεχόμενων φωνηέντων «ο + ε», σε «ου», την υποπαράγραφο 3α΄ της παραγρ. 230.

[32] Στην δημοτική επίσης, το εν λόγω δίχρονο «υ» προφέρεται ως «ι», αλλά  και ως «ου», όπως στις π.χ. λέξεις «τύμβος > τούμπα», «τύμπανο > τούμπανο», «Γαρυφαλιά > Γαρουφαλιά», «ξυράφι > ξουράφι», «πίτυρα > πίτουρα», κ.λ.π.

[33] Τζάρτζανος, 1962, (Γραμματική), 17: Βλέπε για την αφομοίωση φωνήεντος, την υποπαράγραφο 3, της παραγράφου 32.

[34] Στην Μυσhιώτικη γλώσσα, το γλωσσικό φαινόμενο αποβολής της άτονης διφθόγγου «ου», όταν μάλιστα αυτή είναι στην παραλήγουσα συλλαβή, είναι σύνηθες, όπως π.χ. στην λέξη «κουλούρι > κουλούρ’ >  κ’λούρ’» και ιδιαιτέρως  του  γ’ πληθυντικού προσώπου, της Οριστικής Ενεστώτος και Μέλλοντος, των ρημάτων ενεργητικής φωνής, όπως π.χ. «πέφτουνε > πέφτ’νει > πέφ’νει», «δίνουνε > γίνουνε > γίν’νει», κ.λ.π. Το φαινόμενο  αποβολής του άτονου «ου» λέξεων παρατηρείται και στην τοπική ομιλία, περιοχών της Ελλάδος, όπου ακούμε να λένε, π.χ.  «μ’λάρ’»  (= μουλάρι), «κ’βάς» (= κουβάς), «ντ’βάρ’» (= ντουβάρι), «γ’ρούν’» (= γουρούνι), κ.λ.π.

[35] Η τροπή του αρχικού «π» σε «μπ» (= b), είναι σύνηθες γλωσσικό φαινόμενο στη  Μυσhιώτικη γλώσσα. Το συναντούμε επίσης και  στο Δυτικοκρητικό γλωσσικό ιδίωμα, όπου αναφέρονται, για παράδειγμα, οι λέξεις :  «μπέμπω» (= πέμπω, στέλνω), «μπομπές» (= πομπές), «μποντικός» (= ποντικός), «παστός ή μπαστός» και «παστό ή μπαστό» (= το δωμάτιο με το νυφικό κρεβάτι, στο οποίο πηγαίνει η νύφη όταν πρωτομπεί στο σπίτι του γαμπρού). [Ξανθινάκης, (Λεξικό), 2009:  Βλέπε τις λέξεις αυτές, αντίστοιχα, στις σελ. 416, 422, 423 και 525].

[36] Faruk Tunkey – Καρατζάς, (Τουρκοελληνικό Λεξικό), 2000, 583:  Βλέπε την Τουρκική λέξη «pastirma» = παστουρμάς.

[37]  Faruk Tunkey – Καρατζάς, (Τουρκοελληνικό Λεξικό), 2000, 71 :  Βλέπε την Τουρκική λέξη «bastirma» = εκτύπωση, καταστολή, πίεση, καταπίεση, πάταξη, πλάκωμα, συντριβή, ρέλι, ρέλιασμα.

[38] Βλέπε την μετάφραση του Τουρκικού «bosiyorum», στην Αγγλική, ως «I’ m printing», στην εξής ιστοσελίδα : https://www.lingq.com/en/learn-turkish-online/translate/tr/bas%C4%B1yorum/

[39] Σαλκιτζόγλου, 2018. 152 και 153: Βλέπε επίσης και  την υπ’αριθμ. 140 Σημείωση, της σελ. 153.

[40] Επέογλου – Μπακαλάκη, 1998, 102.

[41] Κωστάκης, (ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΗΣ ΣΙΛΛΗΣ), 1968, 58.

[42] Αναστασιάδης, 1979, 70.

[43] Παπαδόπουλος, (Λεξικό Ποντικής Διαλέκτου), 1961, (Τόμ. 2ος , Μ-Ω), 165.

[44] Κοιμισόγλου, 2006, 215.

[45]  Κωστάκης, 1977, (Τόμ. I), 92: Βλέπε την λ. «παστουρμά» και την Σημείωση 5.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αναστασιάδης, Βασ. 1979. Τουρκικές Λέξεις στο Φαρασιώτικο Ιδίωμα, Γρεβενά: Αναρτημένη στην Ιστοσελίδα :

https://www.oeaw.ac.at/fileadmin/kommissionen/vanishinglanguages/Collections/Greek_varieties/Cappadocian_Greek/Bibliography_pdfs/Anastasiadis_1980_-_Turkikes_farasiotika.pdf

Δημητράκος, Δ. 1964. Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα: Εκδοτικός Οργανισμός «Ελληνική Παιδεία».

Επέογλου – Μπακαλάκη Ε., 1998 : Η ΑΜΑΣΕΙΑ, Θεσ/νίκη:  Εκδοτικός Οίκος αδελφών Κυριακίδη.

Ησυχίου του Αλεξανδρέως, Λεξικό: Εκδόσεις ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, (Αναστατική Έκδοσις Αθήνα 1975).

Κοιμισόγλου Συμ., 2006. Μιστί Καππαδοκίας, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις «ναῦς», ILP productions.

Κωστάκης Π. Θαν., 1968.  Το Γλωσσικό Ιδίωμα της Σίλλης, Αθήνα: Εκδότης, Κ.Μ.Σ.

Κωστάκης Π. Θαν., 1977. Το Μιστί της Καππαδοκίας, Τόμ. I και II, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.

Κωνσταντινίδης, Ανέστ. (Α’ Έκδοση 1900). Λεξικό Κυρίων Ονομάτων Μυθολογικό Ιστορικό  Γεωγραφικό, Νέα Ερυθραία: Εκδόσεις ΕΚΑΤΗ.

Λαβδάς Γ., 2025. Η ΜΥΣΤΗ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ, η αποκατάσταση της αλήθειας περί της ονομασίας αυτής.Η ονομασία των κατοίκων της και της γλώσσα αυτών. Μάνδρα Λάρισας.

Λεκατσάς Παναγής, 1971: ΔΙΟΝΥΣΟΣ, Καταγωγή και εξέλιξη της Διονυσιακής Θρησκείας, (Β’ Έκδοση), Αθήνα: ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ.

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, 1980. ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ, Τόμ. 17ος Αθήνα: Έκδοση του Τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων.

Όμηρος: ΙΛΙΑΣ, (μτφ. Κώστας Δούκας), 1998, Αθήνα: Εκδόσεις ΙΔΕΟΘΕΑΤΡΟΝ – ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ.

Πανταζίδης, Ι., 1999. Ομηρικό Λεξικό, Αθήνα: Εκδόσεις «ελευθερη σκεψις».

Παπαδόπουλος, Α. Ανθ., 1958. Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου, (Επιτροπή Ποντιακών Μελετών), Τόμ. 2ος (Μ-Ω), Αθήνα:  Τυπογραφείον Μυρτίδη.

Παπανικολάου, Δ. Κ., 1962. Νεώτατον Λεξικόν Όλων των Ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, (έκδοσις ενάτη), Αθήνα: Εκδόσεις Π. Χιωτέλλη.

Σαλκιτζόγλου Α. Τ., 2018. Η Αρχισατραπία του Ικονίου, (Κυρίλλου στ’ Πατριάρχου Κων/πόλεως),  Γλύφα Βαρθ/μιού Ηλείας: Εκδόσεις  Μπαλτά, «ἐξ Ἀνατολῶν».

Σταματάκος Ιωαν., 1972. ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, ΑΘΗΝΑΙ: Εκδοτικός Οργανισμός «Ο ΦΟΙΝΙΞ», Ε.Π.Ε.. ΦΕΙΔΙΟΥ 6.

Τζάρτζανος Α. Αχ., 1962. Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα: Έκδοση Ο.Ε.Σ.Β.

Faruk Tuncay – Καρατζάς Λεων., 2000. Τουρκο-Ελληνικό Λεξικό, Αθήνα: Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού.