Η Νεάπολη (το Νέφσεχίρ) της Καππαδοκίας.
Στο σημερινό μας άρθρο, παρουσιάζεται η πόλη της Καππαδοκίας, «Νεβσhεχίρ’ ή Νέφσhεχιρ’» (= Νεάπολη). Σε αυτό, αναφέρονται ελάχιστα γενικά στοιχεία, καθώς επίσης και η ετυμολογία της ονομασίας, που είναι και ο κύριος λόγος της παρουσίασης του, προκειμένου να εξεταστεί η ελληνικότητα αυτής.
Η πόλη «Νεβσhεχίρ’ ή Νέφσhεχιρ’», της οποίας η ορθή γραφή, στο υπό έκδοση «Λεξικό της «Μυσhιώτικης Γλώσσας», είναι «Νεβσhεχύρ’ ή Νέφσhεχυρ’», σημαίνει «Νεάπολις». (Υπενθυμίζεται ότι ο φθόγγος “σh”, που δεν υπάρχει στην Ελληνική, στην Μυσhιώτικη γλώσσα προφέρεται ως σίγμα δασύ, παχύ).
Είναι πόλις που βρίσκεται σε απόσταση 60 χλμ. Δ-ΝΔ, από την Καισάρεια και περί τα 48 χλμ Β-ΒΔ από την Μυσhτή.[1]
Μέχρι το έτος 1721, ήταν ένα μικρό χωριουδάκι, με 15 – 20 Τούρκους κατοίκους και με το όνομα «Μούσχαρα».[2] Λίγο πριν τον ξεριζωμό, ήτοι περί το 1919 -1921, είχε 24.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 20.000 ήσαν Έλληνες, οι 700 Αρμένιοι και οι υπόλοιποι Τούρκοι. Ήταν κτισμένη αμφιθεατρικά στην πλαγιά βουνού, μέσα σε περιοχή που είναι κατάφυτη από κήπους, αμπελώνες και χωράφια. Ποτιζόταν απὀ ποταμάκι, που έρρεε με κατεύθυνση από τα Νότια, προς τα Βόρεια. Ήταν μια από τις πιο ωραίες και από τις πιο εμπορικές πόλεις της Καππαδοκίας.
Είχε κλίμα υγιεινό, οι δε κάτοικοι της, για οικονομικούς λόγους, αποδημούσαν συνήθως στην Κωσταντινούπολη. Κτίσθηκε από τον «Δαμάτ Ιβραήμ πασά»,[3] για τον οποίον αναφέρονται τα εξής: «ὁ Ἰμπραχίμ πασᾶς κατήγετο ἀπό τό μικρόν χωρίον Μούσχαρα ἤ Μούσκαρα, διοικητικῶς ὑπαγόμενον εἰς τον Καζᾶ τοῦ Οὐργκιούπ (Προκοπίου). Οὗτος το 1720 -1721 εἷχε μετατρέψει τό χωρίον του εἰς πόλιν ὑπό το ὄνομα Νέβ – Σεχίρ (= Νεάπολις)[4] καί ἐγκαταστήσει ἐκεῖ πολλούς Ἕλληνας καί Ἀρμενίους, ἀπό τήν περιοχήν τῆς Καισαρείας, Νίγδης και Ἰκονίου».[5]
Κατά τον Πατριάρχη Κύριλλο Στ΄, (ο οποίος προγενέστερα είχε διατελέσει Μητροπολίτης Ικονίου), το «Νεβ Σεχίρι», δηλαδή η Νέα Πόλις, βρίσκεται τέσσερεις ώρες, (με τα πόδια), δυτικά από το «Ουργούπι» (Προκόπι), που οικοδομήθηκε από τον «δαμάτ Ιμπραχίμ πασά», γηγενή της πόλης αυτής. Προηγουμένως ήταν χωριουδάκι και λεγόταν «Μόσκαρα», από τότε όμως μεγάλωσε και κατοικήθηκε από πολλούς χριστιανούς Ρωμιούς, λίγους Τούρκους και ελάχιστους Αρμενίους. Ο αριθμός των κατοίκων ίσως φθάνει τις πέντε ή έξι χιλιάδες, (εννοείται το 1803 -1810).[6]
Κατά τον ξεριζωμό (1924), στην Νεάπολη υπήρχαν μόνον 2.450 Έλληνες (645 οικογένειες), όλοι τους τουρκόφωνοι, καθώς και 14.000 περίπου Τούρκοι. Εκκλησιαστικά ανήκε στην μητρόπολη της Καισάρειας.[7]
Το «Νεφσhεχύρ» είχε πολλά αμπέλια. Οι Μυσhτηλήδες, όταν ξεκινούσαν για το λεγόμενο «χασούρ’»,[8] δηλαδή, όταν ξεκινούσαν την ομαδική τους εξόρμηση, (για πρόσκαιρη απομάκρυνση, προς κάποιο άλλο μέρος μακριά από το χωριό, για να βρουν και να φέρουν πίσω σταφύλια, και να κάνουν κρασί), κάποιες φορές έφερναν και από εκεί σταφύλια, με τον «αραμπά» στο χωριό τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν το κρασί της οικογένειάς τους. Από εκεί, (όπως επίσης και από το «Τένεϊ»[9] και την Νίγδη), έφερναν οι μπακάληδες της Μυσhτής κρασί με τα τουλούμια, δηλαδή με ασκιά από δέρμα. Φόρτωναν τέσσερα, σε κάθε γάϊδαρο και τα έφερναν στο χωριό. Από το «Νέβσhεχυρ», αγόραζαν και πιπεριές, που ήταν μικρές, για να τις κάνουν τουρσί, επίσης κρασί, μαύρες σταφίδες και υφάσματα.[10]
Την εν λόγω πόλη, οι κάτοικοι της Μυσhτής την γνώριζαν πολύ καλά. Ἀλλωστε, αρκετοί Μυσhτηλήδες προγενέστερά είχαν μετοικήσει και εγκατασταθεί εκεί. Μέχρι το 1730, όταν χτίστηκε η νέα πόλη από τον προαναφερθέντα πασά, μας είναι γνωστό ότι είχαν μετοικήσει οι εξής: Ισραήλογλου, Δανιήλ Αλεξάνδρου, Δηρμήτογλου, Τοζάκ, Παρασκευάς Ιωάννου, Σάβογλου, Σαμουήλογλου, Κυρ(ιάκος) Γαρίπ, Φώτιος Ευστάθιος και αδελφοί. Μεταξύ αυτών υπήρχε και το επώνυμο «Μιστίλογλου», που είναι δηλωτικό της καταγωγής του από την Μυσhτή.[11]
Κάποιες φορές, μερικοί από τους υποψήφιους γαμπρούς της Μυσhτής, πήγαιναν μέχρι το «Νεφβσhεχύρ’», για να φέρουν δώρα στην υποψήφια νύφη και στην οικογένειά της, για τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, όπως «σταφίδες, καρύδια, μήλα, χαλβά, τσιγάρα, τσίπουρο, κ.λ.π.[12]
Την Πρωτοχρονιά, ανήμερα του Αγίου Βασιλείου, που γιόρταζε και η Εκκλησία της Μυσhτής, εκτός από τους προσκυνητές, ερχόντουσαν και μικρέμποροι, Χριστιανοί ή Τούρκοι, από τα γύρω χωριά, όπως από την Σινασό, κυρίως όμως από το «Νέβσhεχυρ’», για να πουλήσουν τις μικροπραμάτιες τους, που συνήθως ήταν παιχνίδια και γλυκά για παιδιά.[13]
Επίσης και σε άλλες χρονικές περιόδους, πήγαιναν στην Μυσhτή, για να πουλήσουν μήλα, Τούρκοι από τα γύρω χωριά του «Νεφσhεχύρ’». Πολλοί από αυτούς είχαν φίλους στην Μυσhτή και έμεναν φιλοξενούμενοι στα σπίτια τους, μέχρι να ξεπουλήσουν το εμπόρευμά τους.[14]
Στην παρακάτω εικόνα από τον «Google earth», επάνω και λίγο αριστερά, στο σημείο με την κίτρινη ένδειξη, φαίνεται η θέση του «Νεβσhεχύρ’ ή Νέφσhεχυρ’» (= Νεάπολις), στο κέντρο περίπου η θέση της Μυσhτής, ενώ νοτιότερα αυτής η θέση της Νίγδης:

ΕΤΥΜΟΛΟΓΗΣΗ
Ετυμολογικά, η λέξη «Νεβσhεχύρ’ ή Νεφσεχίρ», εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ότι προκύπτει από την Τουρκικήν ομασία «Nevşehir» (= Νέα πόλη), η οποία είναι σύνθετη, από το Τουρκικό «nev» (= είδος, καινούργιος),[15] καθώς και από το «şehir» (= πόλη, άστυ, πολιτεία).[16] Όμως, η Τουρκική αυτή ονομασία είναι λέξη «δάνειο»από την αντίστοιχη Μυσhιώτικη «Νεβσhεχύρ’ ή Νέφσhεχυρ’», όπου το φωνήεν της καταληκτικής συλλαβής γράφεται με ύψιλον «υ», και όχι με γιώτα «ι», όπως συνηθίζεται στην υπάρχουσα Ελληνική βιβλιογραφία και στους χάρτες.
Η ονομασία «Νεβσhεχύρ’ ή Νέφσhεχυρ’», (όπως άλλωστε αναλύεται και στο βιβλίου μου, “Λαβδάς, 2025, 92: Βλέπε την Υποσημείωση 292”), είναι λέξη σύνθετη, που σχηματίζεται, από τα εξής δύο συνθετικά μέρη:[17]
i. Από το «νέβ-» ή «νεφ-», που προκύπτει από το το «νε(F)-», του «νε(F)αρός» > νεαρός, νέος (= νέος, μικράς ηλικίας, πρόσφατος, κ.λ.π.), το οποίο αντιστοιχεί με το «nava» στα Σανσκριτικά, με το «novos» στα Λατινικά, με το «nevo-s», με το «nevjo-s» στα Ιαπετικά, κ.λ.π.,[18] καθώς και με το «new» στα Αγγλικά.
ii. Δεύτερο συνθετικό στοιχείο αυτής, είναι το «σhεχύρ’», το οποίο σχετίζεται με τις εξής δύο ίδιες, σημασιολογικά και ετυμολογικά, αρχαίες Ελληνικές λέξεις: α). Με το επίθετο «ὀχυρός, -ά, -όν (ὡς τό «ἐχυρός») = ἐπί τόπων, (θέσεων), ὡς καί νῦν ὀχυρός, ἰσχυρός, ἀσφαλής, στερεός, ἐπί ὀχυρωματικῶν ἔργων π.χ. ἰσχυρός, μεγάλης ἀντοχῆς, ἀποτελεσματικῶς ὑπερασπιζόμενος ὑπό τινος.[19] β). Με το επίθετο «ἐχυρός,-ά,-όν» (= ὀχυρός, ἰσχυρός, ἀφαλής, στερεός).[20] Πιθανόν, το επίθετο «ἐχυρός» ετυμολογικά να σχετίζεται και με το αρχικό «ἐχ-», του Ομηρικού ουσιαστικού «ἔχμα» (= ὀχύρωμα, προπύργιον, προτείχισμα).[21]
Σχηματισμός: Το «σhεχύρ’» σχηματίζεται από το θέμα «ἐχυρ-», του επιθέτου «ἐχυρός», ως εξής: ἐχυρ-, > σhεχύρ’, λόγω προφοράς της ψιλής ως «σh» δασύ (παχύ).[22]
Από την σύνθεση των παραπάνω στοιχείων, «νεβ» ή «νεφ» + «σhεχύρ’», προκύπτουν οι τύποι «Νεβσhεχύρ’» και «Νέφσhεχυρ’», που στην κυριολεξία τους σημαίνουν, «το νέο οχυρό, το νέο οχυρό που είναι υπερασπιζόμενο».
Άλλωστε, σε παλαιότερες εποχές, (Ομηρικές και νεότερες), είναι γνωστό ότι κάθε πόλη ήταν οχυρωμένη με τείχη, που σημαίνει ότι μια νέα πόλη, ουσιαστικά αποτελούσε και ένα νέο οχυρό, δηλαδή, ταυτίστηκε η έννοια της πόλης με το οχυρό. Μάλιστα, επικρατούσε και η άποψη ότι όσο καλύτερα οχυρωμένη μια πόλη, τόσο ισχυρή και τόσο σημαντική ήταν.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Από την παραπάνω ανάλυση αποδεικνύεται, αφ’ ενός μεν, η ελληνικότητα της ονομασίας «Νεβσhεχύρ’» ή «Νέφσhεχυρ’», αφ’ ετέρου δε, ότι το Τουρκικό «Nevşehir» είναι λέξη «δάνειο», που πήρε από την Μυσhιώτικη γλώσσα.
Πέραν αυτού, από την ίδια αυτή ανάλυση αποδεικνύεται επίσης και ότι, κάθε ονομασία πόλεως ή οχυρού της Μ. Ασίας, που είτε λήγει σε «-σhεχύρ’», (έστω και με την γραφή της, ως «-σhεχίρ’»), που στα Τουρκικά είναι «-şehir», είτε αρχίζει με αυτό, η προέλευση του συνθετικού αυτού είναι Ελληνική, από το θέμα «ἐχυρ-» του επιθέτου «έχυρός», που προαναφέρθηκε.
Για παράδειγμα, οι παρακάτω πόλεις:
«Άκσεχίρ» (τουρκιστί, «Akşehir» = Λευκή πόλις ή Λευκό κάστρο, Φιλομήλιον).
«Αλάσεχίρ» (τουρκιστί, Alaşehir = Φιλαδέλφεια).
«Γενίσεχίρ» (τουρκιστί, «Yenişehir» = Νέα πόλις, Νεάπολη).
«Γκιούλσεχίρ’» (τουρκιστί, «Gülşehir» = Πόλη των Ρόδων, Αραβησσός).
«Εσκίσεχίρ» [τουρκιστί, «Eskişehir» = παλαιό οχυρό, (Δορύλαιον), του οποίου το αρχικό “εσκι”, προκύπτει από το Ομηρικό “ἔσκε” (= ήταν), που είναι ο επικός τύπος, του γ’ ενικού προσώπου του Παρατατικού, του ρήματος “εἰμί” (= είμαι), που στην ενικό του χρόνου αυτού ο επικός τύπος είναι (ἔσκον, ἔσκες, ἔσκε), η δε λέξη “εσκεσhεχύρ > eskisehir'” κυριολεκτικά σημαίνει, “ήταν οχυρό/πόλη”, τουτέστιν “παλαιό οχυρό/πόλη].
«Μπέη-σεχίρ’».[23]
“Νεφσεχίρ” (τουρκιστί, «Nevşehir» = Νεάπολις).
“Σεδί-σεχίρ”.
“Σεχίρκισλά”, κ.λ.π.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Οι αποστάσεις αυτές είναι επί χάρτου.
[2] Κουκίδης, 1975, 26.
[3] Κοντογιάννης, 1921, 153. Βλέπε το «Νεβσεχίρ» ή αλλιώς «Νεάπολις» (Μόσχαρα).
[4] Το ίδιο χωριό αναφέρεται αλλού ως «Μεσσκαρᾶ», το οποίο μετονόμασε ο ως άνω Ιμπραήμ σε «Νέβ-σσέχρ», δηλαδή σε «Νεόπολιν», [Βυζάντιος Σκαρλάτου, 1851, (Τόμ. Α΄), 256].
[5] ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, 1980, (Τόμ. 17ος), 162.
[6] Σαλκιτζόγλου, 2018, 41.
[7] Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 1982, (Τόμ. Β΄), 137.
[8] Βλέπε την λ. «χασούρ’» και την ετυμολόγηση αυτής, στο υπό συμπλήρωση «Λεξικό της Μυσhιώτικης Γλώσσας», στο γράμμα «Χ».
[9] Το χωριό «Τένεϊ» βρίσκεται 3,5 χλμ, Βόρεια της Νίγδης. Οι κάτοικοί του, το 1924, ήσαν Έλληνες τουρκόφωνοι, (104 οικογένειες – 442 άτομα). Εκκλησιαστικά ανήκε στην μητρόπολη Ικονίου, της οποίας η έδρα είχε προ πολλών ετών μεταφερθεί στην Νίγδη, [Κ.Μ.Σ. «Η ΕΞΟΔΟΣ», 1982, (Τόμ. Β΄), 249].
[10] Κωστάκης, 1977, (Τόμ. I, II), 17, 433, 440: Βλέπε την Σημείωση 5 της σελ. 17 του 1ου Τόμου, καθώς και τις σελ. 433 και 440, του 2ου Τόμου.
[11] Κωστάκης, 1977, (Τόμ. I), 48: Βλέπε την Σημείωση 5 της σελ. 48.
[12] Κωστάκης, 1977, (Τόμ. I), 210.
[13] Κωστάκης, 1977, (Τόμ. I), 297.
[14] Κωστάκης, 1977, (Τόμ. II), 431.
[15] Faruk Tuncay – Καρατζάς, (Τουρκοελληνικό Λεξικό), 2000, 540: Βλέπε την λ. «nev».
[16] Faruk Tuncay – Καρατζάς, (Τουρκοελληνικό Λεξικό), 2000, 688: Βλέπε την λ. «şehir».
[17] Λαβδάς Γ., 2025, 92: Βλέπε στην υπ’ αριθμ. 292 Υποσημείωση της σελ. 92, την ετυμολόγηση του «Νεβσhεχύρ’ ή Νέφσhεχυρ’».
[18] Σταματάκος Ι, (Λεξικό), 1972: Βλέπε την λ. «νέος» και την ετυμολογική σχέση αυτού με το «νε(F)αρός».
[19] Σταματάκος Ι, (Λεξικό), 1972: Βλέπε την λ. «ὀχυρός».
[20] Σταματάκος Ι, (Λεξικό), 1972: Βλέπε την λ. «ἐχυρός».
[21] Πανταζίδης, (Ομηρικό Λεξικό), 1999:Βλέπε την λ. «ἔχμα».
[22] Η προφορά του πνεύματος μιας λέξης, ως «σ», δεν είναι άγνωστο φαινόμενο, διότι το παλαιό αρχικό σίγμα, «Σ, σ», μιάς λέξης, ακολουθούμενο από φωνήεν, αυτό που κληρονομήθηκε από την Ιαπετική γλώσσα, έχει τραπεί στην Ελληνική σε προδιαλεκτικούς χρόνους σε «H», δηλαδή στο πνεύμα που λέγεται «δασεία», [Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε την Σημείωση 2, της ανάλυσης του γράμματος «Σ, σ, σῖγμα»]. Επίσης και [Τζάρτζανος, (Γραμματική), 1962, 19: Βλ. «σέρπω > ἕρπω», «σέπομαι > ἕπομαι», κ.λ.π.]. Απλό παράδειγμα, της αρχικής προφοράς της ψιλής ως «σ», αποτελεί το αρχικό θέμα «σεχ-», του ρήματος «ἔχω», από το οποίο έχει αποβληθεί το «σ» και έγινε «ἐχ-», ψιλούμενο, [Παπανικολάου, (Λεξικό Ρημάτων), 1962: Βλέπε το ρήμα «ἔχω», στο λεξ. Ρημάτων).
[23] Η παλαιότερη ονομασία του «Μπέη Σεχίρ» ήταν: «Μίσθιον ή Μισθί ή Μίσθεια ή Μισθεία ή Μισθή, κ.λ.π.». Πολλοί είναι οι συγγραφείς και κυρίως η τότε Μητρόπολη του Ικονίου, (προφανώς και το Πατριαρχείο), που συγχέουν την ονομασία αυτή, με την ονομασία του χωριού των προγόνων μας «Μυσhτή», όπως γλωσσικά, γραμματικά, ιστορικά και γεωγραφικά, έχει αποδειχθεί στην πρόσφατη ερευνητική εργασία μου, με τίτλο «Η ΜΥΣΤΗ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ, η αποκατάσταση της αλήθειας περί της ονομασίας αυτής. Η ονομασία των κατοίκων της και της γλώσσας αυτών».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βυζάντιος Σκαρλάτος Δ., 1851. Η Κωνσταντινούπολις, (Τόμοι Α΄, Β΄ Γ΄), Αθήνα : Τυπογραφείο Α. Κορομηλά.
Δημητράκος, Δ. 1964. Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα: Εκδοτικός Οργανισμός «Ελληνική Παιδεία».
Κοντογιάννης Μ. Π. 1921. Γεωγραφία της Μικράς Ασίας, Αθήνα: (Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων), Τυπογρ. Π. Α. Πετράκου, (Ανατύπωση 1995).
Κουκίδης Γεώργιος, 1975. Η ΝΕΑΠΟΛΙΣ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ, ΤΟ ΝΕΒ-ΣΕΧΙΡ, Αθήνα: Εκδόσεις Σμυρναίων.
ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, 1980. ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ, Τόμ. 17ος, Αθήνα: Έκδοση του Τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων.
Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (Κ.Μ.Σ.), 1982. Η Έξοδος, Τόμ. Β΄, Μουρέλος Γιάν., (επιμέλεια), Αθήνα: Έκδοση Κ.Μ.Σ.
Κωστάκης Π. Θαν., 1977. Το Μιστί της Καππαδοκίας, (Τόμ. I και II), Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.
Λαβδάς Γ., 2025. Η Μυστή της Καππαδοκίας, η αποκατάσταση της αλήθειας, περί της ονομασίας αυτής.Η ονομασία των κατοίκων της και της γλώσσας αυτών. Λάρισα.
Πανταζίδης, Ι., 1999. Ομηρικό Λεξικό, Αθήνα: Εκδόσεις «ελευθερη σκεψις».
Παπανικολάου, Δ. Κ., 1962. Νεώτατον Λεξικόν Όλων των Ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, (έκδοσις ενάτη), Αθήνα: εκδόσεις Π. Χιωτέλλη.
Σαλκιτζόγλου Α. Τ., 2018. Η Αρχισατραπία του Ικονίου, (Κυρίλλου στ’ Πατριάρχου Κων/πόλεως), Γλύφα Βαρθ/μιού Ηλείας: Εκδόσεις Μπαλτά, «ἐξ Ἀνατολῶν».
Σταματάκος Ιωαν., 1972. ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, ΑΘΗΝΑΙ: Εκδοτικός Οργανισμός «Ο ΦΟΙΝΙΞ», Ε.Π.Ε.. ΦΕΙΔΙΟΥ 6.
Τζάρτζανος Α. Αχ., 1962. Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα: Έκδοση Ο.Ε.Σ.Β.
Faruk Tuncay – Καρατζάς Λεων., 2000. Τουρκο-Ελληνικό Λεξικό, Αθήνα: Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού.

