Press ESC to close

«Γιαβρού ή γιαβρί»

 «Γιαβρού ή γιαβρί» 

            Είναι Μυσhιώτικη λέξη, που συνήθως ακολουθείται από κτητική αντωνυμία και σημαίνει: «το μικρό και τρυφερό και συνάμα πολύ αγαπητό παιδί, το τρυφερό πλάσμα, το τρυφερό βλαστάρι, το τρυφερό μωράκι, το τρυφερό και χαριτωμένο μωρό, που το έχουμε ως μανάρι μας».

Η λέξη αυτή είναι γνωστή σε πολλούς, από την Ποντιακή διάλεκτο, ως το «γιαβρίν».

Έλεγε, για παράδειγμα η γιαγιά μου η Ελένα, τότε που ήμουν μικρός:

-«Εμπέεε, γιαβρούουου μ’, ήρτεις; Έλα άς φιλήσου λί’ου, dα μισhί΄ϊα σ’»[1]  = πώ, πώωωω, γιαβρί μου μ’ ήρθες; Έλα, να φιλήσω λίγο τα μάγουλα σου.

-«γιάαβριιι μ’, να πέ’εις ! D’ αναβασhίεις,[2] μαναχό σ’, μέν d’ αναβαίνεις, ακούμ’ μικρό ‘σει, πέφτεις!» = αγαπητό και τρυφερό  μου πλάσμα, θα πέσεις! Τα σκαλοπάτια, μοναχό σου, μην τα αναβαίνεις, ακόμη μικρό είσαι, πέφτεις (υπό την έννοια μπορεί να πέσεις)!

Πολλοί είναι εκείνοι οι συγγραφείς ή ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν την λέξη αυτή ως Τουρκική, προφανώς, επειδή αυτή υπάρχει στην Τουρκική, ως «yavru» (= μωρό, τέκνο, πεταρούδι, νεοσσός, γκόμενα).[3] Όμως, το «γιαβρού» σχηματίζεται από την λέξη «ἁβρό», που είναι το ουδέτερο του αρχαίου Ελληνικού δασυνόμενου επιθέτου, «ἁβρός», ο Αιολικός τύπος του οποίου είναι το ψιλούμενο «ἀβρός» (= τρυφερός, απαλός, εὐειδής, χαρίεις).[4] Μάλιστα, στο μέγα λεξικό του Δ. Δημητράκου (1964), στο λήμμα «ἁβρός», αναφέρονται και οι εξής φράσεις: «ἄβραι χάριτες, από ποίημα της Σαπφούς, του 611 π.Χ.», «παρθένοις ἁβραῖς, από αποσπάσματα του Αισχύλου, του 484 π.Χ.», « Ἔρωτα τόν ἁβρόν, από τον Ανακρέοντα τον λυρικό, του 540 π.Χ.».[5]

Σχηματισμός του «γιαβρού»:

Το «γιαβρού» σχηματίζεται από το «ἁβρό», που είναι το ουδέτερο του επιθέτου «ἁβρός», ως εξής: ἁβρό, > γιαβρό, λόγω προφοράς της δασείας ως «γ», που είναι γλωσσικό φαινόμενο της Μυσhιώτικης, αλλά και της Ελληνικής γλώσσας, (όπως π.χ. ἰατρός > γιατρός, Ἰωάννης > Γιάννης, κ.λ.π.),[6] με ταυτόχρονη εμφάνιση του «ι», (μεταξύ του «γ» και του «α»), που είναι ευφωνικό πρόσφυμα,[7] > γιαβρού, λόγω τροπής της κατάληξης, «-ο», σε «ου»,[8] που στην «Μυσhιώτικη διάλεκτό» μας είναι η επιθετική κατάληξη, ίδια και για τα τρία γένη, αντί τις καταλήξεις «-ος, -η , -ον» της Ελληνικής.

Το συγκεκριμένο παράδειγμα έχει επιλεγεί, προκειμένου ο αναγνώστης να κατανοήσει την αξία που έχει, για την Μυσhιώτικη γλώσσα, το πνεύμα μιας Ελληνικής λέξης, (με το πολυτονικό σύστημα γραφής), διότι αυτό, είτε είναι η ψιλή είτε η δασεία, δεν είναι ένα απλό γραφικό σύμβολο, που στο παρελθόν μας δυσκόλευε στην ορθογραφία, αλλά είναι ένας κανονικός φθόγγος, που προφέρεται, που έχει ήχο και μάλιστα πολύ συγκεκριμένο, ο οποίος προστίθεται αρμονικά στον συνολικό ήχο όλης της λέξης.

Η προφορά του πνεύματος (της ψιλής και της δασείας) είναι κεφαλαιώδους σημασίας, για την κατανόηση της «Μυσhιώτικης γλώσσας», της γλώσσας των Μυστηλήδων και των άλλων Ελλήνων της ευρύτερης περιοχής Καππαδοκίας και ενδοχώρας του Πόντου. Συνολικά, στην μητρική μας γλώσσα έχουμε 20 διαφορετικές προφορές των δύο αυτών πνευμάτων, που είναι οι εξής: «β», «γ» ή «γι», «γe», «γκ» ή  «γκι», «κh» ή «κhι», «λ», «ν», «σ» ή  «σh» ή «σhι», «τσ» ή «τσι», «τσh» ή «τσhι», «τζ», «τ» και «χ». Στην προφορά του πνεύματος θα αναφερόμαστε κάθε φορά, που κάποιος αρχικός φθόγγος της Μυσhιώτικης γλώσσας προκύπτει από την προφορά του πνεύματος της αρχαίας Ελληνικής αντίστοιχης λέξης. Το θέμα αυτό αναφέρεται, τόσον κατά περίπτωση, όσον επίσης και συγκεντρωτικά, σε ξεχωριστή ενότητα, προς το τέλος της επόμενης εργασίας μου, με τίτλο «Ο Γλωσσικός Κώδικας της Μυστής Καππαδοκίας», της οποίας ο 1ος Τόμος έχει ως υπότιτλο «Οι Φθόγοι, Τόμος Α΄ (Α-Ε)» και είναι υπο έκδοση.

Γνωρίζοντας λοιπόν ο αναγνώστης τον κανόνα, σχετικά με την προφορά του πνεύματος στην Μυσhιώτικη γλώσσα και γνωρίζοντας, επίσης, ότι οι Τούρκοι εμφανίστηκαν, ως κατακτητές, από το 1068 και εφ’ εξής, στην περιοχή των προγόνων μας (Καππαδοκία, με τα νεότερα όρια αυτής),[9] μπορεί εύκολα να αντιληφθεί ότι το Μυσhιώτικο «γιαβρού», (όπως και το Ποντιακό «γιαβρίν»), προϋπήρχε και δεν είναι Τουρκικό, όπως δεν είναι Τουρκικές και οι παραπάνω αρχαίες Ελληνικές φράσεις, της Σαπφούς, του Αισχύλου, του Ανακρέοντα, αντίστοιχα: «ἄβραι χάριτες», «παρθένοις ἁβραῖς», «Ἔρωτα τόν ἁβρόν».

Στην Τουρκική γλώσσα, υπάρχει βεβαίως η λέξη «yavru», πλην όμως αυτή θεωρώ ότι είναι λέξη «δάνειο», που πήρε από την Μυσhιώτικη γλώσσα. Παρά ταύτα, το «γιαβρού», όπως και το «γιαβρί» του Πόντου, από πολλούς συγγραφείς θεωρείται ως λέξη Τουρκική. Πιο συγκεκριμένα:

(α). Στο Μέγα Λεξικό του Δ. Δημητράκου, υπάρχουν οι λέξεις, «γιαβρής» (= νεογνόν ζώων καί ἰδίᾳ πτηνού, ἐπί ἀνθρώπου, ὁ λίαν ἀγαπητός),  «γιαβρί» (= πουλάκι μου, αγαπίτσα μου, μανάρι μου, κ.λ.π.), οι οποίες μάλιστα αναφέρονται ως  Τουρκικές.[10]

(β). Στην Ποντιακή διάλεκτο, αναφέρεται η λέξη το «γιαβρίν» (= μικρό παιδί, θωπευτικώς), καθώς και ότι αυτή προκύπτει από το Τουρκικό, «yavru» (= νεογνόν ζώου).[11]

(γ). Στην Ανακού, η εν λόγω λέξη αναφέρεται ως «γιαβρού μου» (= πουλάκι μου).[12]

(δ). Στο Αραβανί, η εν λόγω λέξη αναφέρεται στην φράση, «ἀμάν γιάβρου μ’ ….» (= ἀμάν παιδί μου….)[13]

(ε). Στην Αξό, η εν λόγω λέξη αναφέρεται στην φράση, «Γιάβρου μ’…» (= παιδί μου).[14]

(στ). Στο Ουλάγατς, η εν λόγω λέξη αναφέρεται ως dό «γιαβρί» ( = νεογνό), καθώς και ότι προκύπτει από την Τουρκική λέξη «yavru».[15]

(ζ). Στα Φάρασα, η εν λόγω λέξη αναφέρεται, σε κλητική ενικού, ως  «γιαβρούμ(ου)» = παιδί μου, πουλί μου (για τρυφερότητα), καθώς και ότι αυτή προκύπτει από την Τουρκική λέξη «yavrum».[16]

(η). Στο βιβλίο με τίτλο «ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΟΥ ΜΙΣΤΙ», η εν λόγω λέξη αναφέρεται ως «γιαβρί ή γιαβρού» (= μωρό), επίσης και ως το «γιαβρού μ’» (= μωρό μου, είναι τρυφερή προσφώνηση σε πολύ αγαπημένο πρόσωπο νεαρής ηλικίας), καθώς και ότι αυτή προκύπτει από την Τουρκική λέξη «yavru» = νεογνό.[17]

(θ). Στο βιβλίο με τίτλο «ΤΟ ΜΙΣΤΙ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ», η εν λόγω λέξη αναφέρεται, στην φράση «γιαβρού μ’» (= παιδί μου), καθώς και ότι αυτή προκύπτει από το Τουρκικό «yavru». Επίσης, αναφέρεται και σε πληθυντικό αριθμό, ως τα «γιαβρούϊα» (= τα μικρά των περιστεριών).[18]

***

 ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Το ουσιαστικό «μισhί’ι» (πληθ. = «μισhί’ια») σημαίνει «μάγουλο». Ετυμολογικά, σχηματίζεται από το θέμα «μισ-», του επιθέτου «μισός, -ή, -ό» = το ἕτερον ἐκ τῶν δύο μερῶν ὅλου τινός θωρουμένου ὡς ἐνός, ὁ ἥμισυς, [Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε την υπ’ αριθμ. 1 ερμηνεία της λ.], καθώς και από την κατάληξη ουσιαστικών, της δημοτικής, «-ίδι», [Τριανταφυλλίδης, (Γραμματική), 1941, 120: Βλέπε την κατάληξη «-ίδι», στο εδάφιο 5 της παραγράφου 264], ως εξής : μισ- + -ίδι > μισίδι >  μισhί’ι,  λόγω αποβολής του «δ», με ταυτόχρονη τροπή του «σ», σε «σh» δασύ, παχύ. Στον σχηματισμό αυτόν, δεν αποβάλλεται το άτονο καταληκτικό «ι», διότι έχει αποβληθεί το αμέσως προηγούμενο αυτού σύμφωνο «δ», (πρόκειται για κανόνα της γλώσσας μας).

[2] Το ουσιαστικό «αναβασhί’ι ή αναβασhία» (γεν. = «αναβασhίας», πληθ. = «αναβασhίεις) σημαίνει «σκαλοπάτι, κλίμακα, σκάλα σταθερή, κτιστή». Ετυμολογικά, ο τύπος «αναβασhία» είναι σύνθετη λέξη, που σχηματίζεται από το θέμα «αναβασ-» του ουσιαστικού «ανάβασις» (= ἀνοδος, ανύψωσις, ανέβασμα), καθώς και από το ρήμα «ἱῇ», που είναι το γ΄ ενικό πρόσωπο, της  Υποτακτικής,  «ἱῶ, ἱῇς, ἱῇ, κ.λ.π.», του ρήματος «ἵημι» (= κινώ, θέτω εις κίνησιν, πέμπω, στέλλλω, κ.λ.π.).

[3] Faruk Tuncay – Καρατζάς, (Τουρκοελληνικό Λεξικό), 2000, 823: Βλέπε την λ. «yavru».

[4] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964, επίσης και Λεξικό Ησυχίου.

[5] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε τις λ. «γιαβρής», «γιαβρί».

[6] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε, για την ανάπτυξη του φθόγγου «γ», στην αρχή των λέξεων που αρχίζουν από φωνήεν, ήδη από την εποχή του Ομήρου, την υπ’αριθμ. 2 ανάλυση του γράμματος «Γ, γ, γάμμα».

[7] Στις περιπτώσεις αυτές, το πρόσφυμα «ι», δεν εμφανίζεται μόνον όταν,  μετά από το «γ», ακολουθεί φωνήεν ή δίφθογγος με προφορά «i» (δηλ. η, ι, υ, ει, οι, υι).

[8] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε, για την τροπή του «ο» σε «ου», την Σημείωση 1 και 4, στην ανάλυση του γράμματος «Ο, ο, ὁ μικρόν».

[9] Η Καππαδοκία στο παρελθόν γεωγραφικά ουδεμία σχέση είχε με την νεότερη γνωστή περιοχή. Ήταν μια πολύ μικρή γεωγραφική  περιοχή, Ανατολικά της Παφλαγονίας και των εκβολών του Άλυος ποταμού, οι δε Καππαδόκες κάτοικοι αυτής δεν ήσαν Έλληνες, αλλά λαός Ασιανός (Σύροι ή Σύριοι ή Λευκόσυροι). Τα γεωγραφικά της όρια επεκτάθηκαν πολύ αργότερα  επί Περσών, με Νότιο και Δυτικό όριο τον Άλυ ποταμό, ενώ με τους Ρωμαίους επεκτάθηκε ακόμη περισσότερο, σχηματίζοντας την Ποντική και την μεγάλη Καππαδοκία, φθάνοντας από τον Πόντο μέχρι και τις Κιλίκιες Πύλες. Μεταγενέστερα, ο Πόντος έπαψε να ονομάζεται και να αποτελεί γεωγραφικό τμήμα της Καππαδοκίας, η δε περιοχή με την ονομασία Καππαδοκία περιορίστηκε στα γνωστά και σε εμάς σημερινά γεωγραφικά όρια.

[10] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε τις λ. «γιαβρής», «γιαβρί».

[11] Παπαδόπουλος Α., («ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΠΟΝΤΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ», Τόμ. 1ος), 1958, 224: Βλέπε την λ. «γιαβρίν».

[12] Κωστάκης, (Η ΑΝΑΚΟΥ), 1963, 121: Βλέπε την λ. «γιαβρού».

[13] Φωστέρης – Ι. Κεσισόγλου, 1960, 102:  Βλέπε την φράση «ἀμάν γιάβρου μ’».

[14] Μαυροχαλυβίδης – Ι. Κεσισόγλου, 1950, 216: Βλέπε την φράση, «Γιάβρου μ’…».

[15] Κεσισόγλου Ι., 1951, 101: Βλέπε την λ. «γιαβρί».

[16] Αναστασιάδης, (Ανάρτηση), 1979, 81: Βλέπε την λ. «γιαβρούμ(ου)».

[17] Κοτσανίδης, 2004, 145, 145: Βλέπε την λ. «Μωρό», στην σελ. 145 και την λ. νεογνό στην σελ. 146.

[18] Βλέπε, στον Τόμο I, την φράση, «γιαβρού μ’», στην σελ. 258 και στην σελ. 345, καθώς και την Σημείωση 2 αυτής. Επίσης και στον Τόμο ΙΙ, βλέπε την λ. «γιαβρούϊα» στην σελ. 526,  στο βιβλίο της ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ, με τίτλο, «ΤΟ ΜΙΣΤΙ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ», του ΘΑΝΑΣΗ Π. ΚΩΣΤΑΚΗ, ΑΘΗΝΑ 1977.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αναστασιάδης, Βασ. 1979. Τουρκικές Λέξεις στο Φαρασιώτικο Ιδίωμα, Γρεβενά: Αναρτημένη στην Ιστοσελίδα :

https://www.oeaw.ac.at/fileadmin/kommissionen/vanishinglanguages/Collections/Greek_varieties/Cappadocian_Greek/Bibliography_pdfs/Anastasiadis_1980_-_Turkikes_farasiotika.pdf

Δημητράκος, Δ. 1964. Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα: Εκδοτικός Οργανισμός «Ελληνική Παιδεία».

Ησυχίου του Αλεξανδρέως, Λεξικό: Εκδόσεις ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, (Αναστατική Έκδοσις Αθήνα 1975).

Κεσισόγλου Ι. Ι., 1951. Το Γλωσσικό Ιδίωμα του Ουλάγατς, Αθήνα: Κ.Μ.Σ.

Κοτσανίδης Λαζ. 2004. Το Γλωσσικό Ιδίωμα του Μιστί: Εκδόσεις, Γνώμη Κιλκίς – Παιονίας.

Κωστάκης Π. Θαν., 1963. Η ΑΝΑΚΟΥ, Αθήνα: Εκδότης, Κ.Μ.Σ.

Κωστάκης Π. Θαν., 1977. Το Μιστί της Καππαδοκίας, Τόμ. I και II, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.

Παπαδόπουλος, Α. Ανθ., 1958. Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου, (Επιτροπή Ποντιακών Μελετών), Τόμ. 1ος (Α-Λ), Αθήνα:  Τυπογραφείον Μυρτίδη.

Τριανταφυλλίδης Μ., 1941. ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ, Θεσσαλονίκη: Έκδοση Α.Π.Θ., Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, (Ανατύπωση 1996).

Φωστέρης Δ. – Κεσισόγλου Ι., 1960. Λεξιλόγιο του Αραβανί, Αθήνα: Εκδότης Κ.Μ.Σ.

Μαυροχαλυβίδης Γ. – Κεσισόγλου Ι. Ι., 1968. Το Γλωσσικό Ιδίωμα της Αξού, Αθήνα:  Εκδότης, Κ.Μ.Σ.

Faruk Tuncay – Καρατζάς Λεων., 2000. Τουρκο-Ελληνικό Λεξικό, Αθήνα: Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού.