Γεώργιος Λαβδάς
Η σημασία της διατήρησης των αυθεντικών τοπωνυμίων,
το παράδειγμα του ποταμού Ἀλυος της Μ. Ασίας
Η ίδια η ονομασία κάθε τοπωνυμίου, (ποταμού, χωριού, βουνού, θάλασσας, κ.λ.π.), έχει πάντοτε την δική της ιδιαίτερη αξία και σημασία. Μάλιστα, η αρχική αυθεντική ονομασία αυτών αποτελεί στοιχείο ιστορικής μνήμης, είναι φορέας πολιτισμικής ταυτότητας του ονομαζόμενου. Από την ίδια την ονομασία, για παράδειγμα, του χωριού «Μυσhτή»[1] θα μπορούσε να αποκαλυφθεί η μακρινή καταγωγή, καθώς και όλη η μακραίωνη ιστορία των κατοίκων της, ο λόγος που λαξεύτηκε κάτω από την γη, ο προστάτης θεός (ή ήρωας) της αρχαιότητας αυτής, ο λόγος που έλαβε την αρχική της ονομασία, η γλώσσα που μιλούσαν οι πρώτοι κάτοικοί της, καθώς και σε ποιον λαό ανήκαν.
Για την Μυσhτή, που είναι το χωριό των Μυσhτηλήδων προγόνων μας, στην περιοχή της Νίγδης Καππαδοκίας, εμείς οι νεότεροι ελάχιστα γνωρίζουμε, πέραν εκείνων των πραγματικών γεγονότων, που θυμόντουσαν και μας εξιστόρησαν οι ίδιοι οι πρόσφυγες παππούδες μας, τα οποία χρονικά, συνήθως, δεν ξεπερνούν την εποχή των δικών τους παππούδων. Για την ονομασία δε του χωριού τους, ποτέ δεν έπαψαν να μας τονίζουν ότι είχε μία και μοναδική ονομασία, την ονομασία «Μυσhτή».
Στο πρόσφατο βιβλίο μου, που αναφέρεται στην ονομασία της «Μυσhτής», στην ονομασία των κατοίκων και της γλώσσας αυτών,[2] μεταξύ άλλων, αποκαθίσταται και η αλήθεια για την ονομασία αυτής, η οποία στην Ελληνική είναι η «Μυστή»,[3] που είναι όνομα γένους θηλυκού και μάλιστα πρωτόκλιτο, γιατί λέμε «Μυσhτής dά χωράφ-jια», «Μυσhτής dά σπίτ-jια», κ.λ.π. Για το συμπέρασμα αυτό, παρουσιάζεται πλήρης και τεκμηριωμένη ανάλυση (γλωσσική και γραμματική). Λόγω όμως του ότι πολλοί συγγραφείς, αλλά και άλλοι φορείς συγχέουν, μέχρι και σήμερα, ιστορικά και ονομαστικά, το χωριό αυτό των προγόνων μας, με το όνομα και την ιστορία ενός παλαιού άλλου χωριού (κώμης) της Λυκαονίας, που λεγόταν «Μισθί ή Μισθίον ή Μίσθεια ή Μισθή» και που μάλιστα ήταν Αρχιεπισκοπή και σημαντικό Βυζαντινό κάστρο, ευρισκόμενο Δυτικά της Μυσhτής 275 χλμ., χρειάστηκε να παρουσιαστούν και να αναλυθούν, στο υπόψη βιβλίο μου, επίσης και όλα εκείνα τα απαραίτητα ιστορικά και γεωγραφικά επιχειρήματα, για την απόδειξη της εν λόγω σύγχυσης.
Το πόσο σημαντικό είναι να γνωρίζουμε την αρχική ονομασία, ενός τοπωνυμίου και μάλιστα χωρίς να έχουμε αλλάξει ούτε έναν φθόγγο αυτής, μας το τονίζει ο Πλάτων, στον Κρατύλο, με τις εξής δύο χαρακτηριστικές φράσεις του:
i. -«οἶσθα οὖν ὅτι μόνον τούτων δηλοῖ τό ἀρχαῖον ὄνομα τήν διάνοιαν τοῦ θεμένου» (= γνωρίζεις λοιπόν ότι μόνο το αρχαίο όνομα φανερώνει τη σκέψη του ονοματοθέτη).[4] Με την φράση του αυτή, μας λέει ο Πλάτων ότι την πραγματική σημασία του ονόματος θα πρέπει να την αναζητήσουμε στο αρχικό όνομα, καθώς εκείνο περιέχει την σκέψη του ονοματοθέτη.
ii. -«… προστιθέντες γράμματα καί ἐξαιροῦντες σφόδρα ἀλλοιοῦσι τάς τῶν ὀνομάτων διανοίας, οὕτως ὥστε σμικρά πάνυ παραστρέφοντες ἐνίοτε τἀναντία ποιεῖν σημαίνειν» (= … με προσθαφαιρέσεις γραμμάτων αλλοιώνουν κατά πολύ τις σημασίες των ονομάτων, ώστε με μικρές αλλαγές να κάνουν, πολλές φορές, τα ονόματα να σημαίνουν τα αντίθετά τους).[5]
Σύμφωνα λοιπόν με τον Πλάτωνα, αλλάζοντας κανείς την ονομασία του χωριού, το οποίο από «Μυσhτή» το μετατρέπει σε «Μιστί ή Μισθί ή Μσθίον ή Μίσθεια ή Μισθή», έχει αλλοιώσει το όνομα και την σημασία που αυτό είχε αρχικά. Μια τέτοια όμως αλλοίωση, δεν μπορεί ασφαλώς να βοηθήσει στην αναζήτηση της ιστορίας του χωριού και των κατοίκων αυτής και είναι επόμενο να συγχέεται με την ονομασία ενός άλλου και περίπου ομόηχου χωριού.
Εκτός αυτού, την αξία που έχει η ονομασία κάθε τοπωνυμίου, μας την περιγράφει ο Κων. Κουτρουβέλης, με ξεχωριστό τρόπο, στο βιβλίο του με τίτλο «Η Αναχρονολόγηση της Προϊστορίας», λέγοντας ότι: «Τα τοπωνύμια αποτελούν ένα από τα κύρια βάθρα της ιστορίας ολόκληρου του χώρου, της Ελληνικής ηπειρωτικής χερσονήσου, των νήσων του Αιγαίου πελάγους, της Κρήτης, των παράλιων περιοχών της Μ. Ασίας και της Ιταλίας και σωζόμενα μέχρι σήμερα μαρτυρούν και βροντοφωνάζουν ότι οι ¨νονοί¨ της βαπτίσεώς τους είναι οι αυτόχθονες πρωτοέλληνες και εν συνεχεία οι Έλληνες, παρά τις βαρβαρικές επιδρομές και κατακτήσεις του ελληνικού χώρου, στα μετέπειτα χρόνια, όπως βεβαιώνει ο Βρεττανός καθηγητής της αρχαιολογίας Κόλιν Ρένφιου. Το πόσο σημαντικά είναι τα τοπωνύμια στην ιστορία αποδεικνύεται τώρα, το έτος 1997 μετά Χριστόν, στην κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο από τους Τούρκους, οι οποίοι με κάθε τρόπο αλλάζουν τα υπάρχοντα από χιλιετίες ελληνικά τοπωνύμια, προκειμένου να αλλοιώσουν το υπόβαθρο της ιστορικής ταυτότητος της νήσου».[6]
Πράγματι, από την ετυμολογική ανάλυση των ελάχιστων τοπωνυμιών της Καππαδοκίας, που αναφέρονται στο υπόψη βιβλίο μου, όπως για παράδειγμα της πόλης «Νεβσhεχύρ’ ή Νέφσhε-χύρ’» (δημοτική, Νεφσεχίρ = Νεάπολη, τουρκιστί «Nevşehir»), του «Αργαίου» όρους, της πόλης «Ναναβασός ή Αναβασhή» (τουρκιστί «Avanos» = Άβανος), του τοπωνυμίου «Καπεdοκία», του ποταμού «Ἅλυος», κ.λ.π. αντλούνται σημαντικά πληροφοριακά στοιχεία, με πρώτο και αδιάψευστο ότι «νονός» των ονομασιών αυτών ήταν ο Έλληνας Μυσhιώτης πρόγονός μας, κάτοικος της περιοχής αυτής.
Ένα άλλο επίσης σημαντικό στοιχείο, που θα μπορούσε να αντληθεί, από την ονομασία ενός τοπωνυμίου, είναι και η χρονολογική περίοδος κατοίκησης της συγκεκριμένης περιοχής από τους Έλληνες «νονούς» του. Προσωπικά, θεωρώ ότι η κατοίκηση των Ελλήνων, στην κεντρική Μ. Ασία, είναι τόσο παλιά, όσο παλιές είναι και οι ονομασίες, «Ταύρος», «Ἀργαῖος», «Ἅλυς», «Βαγαδανία», «Λυκαονία», κ.λ.π. και γενικά όσο παλαιά είναι και όλα τα τοπωνύμια, με τις καταλήξεις «-ασσός», «-ισσός», «-σσός», «-σός», «-νθος», «-νδος», «-νδα», κ.λ.π.
Παρ’ όλο που η ευρύτερη περιοχή, της κεντρικής (και όχι μόνον) Μ. Ασίας, ουδέποτε είχε πάψει να κατοικείται και από άλλους λαούς, που συνήθως ήσαν επήλυδες, έστω και για μικρά ακόμη χρονικά διαστήματα, όμως οι ονομασίες των αρχικών, των αρχαίων τοπωνυμιών, (πόλεων, χωριών, βουνών, ποταμών, λιμνών, κ.λ.π.), είναι στο σύνολό τους Ελληνικές. Άλλωστε, από την μυθολογία ακόμη, μας ειναι γνωστές οι ονομασίες Καὐκασος, Ελλήσποντος, Κολχίδα, Λυκαονία, Ταύρος, κ.λ.π. Πολλές από αυτές τις αρχαίες Ελληνικές ονομασίες, παραμένουν ίδιες μέχρι και σήμερα, παρ’ όλο που η περιοχή κατοικείται εδώ και αιώνες από άλλους λαούς.
Απλό παράδειγμα αποτελεί ο «Ρηβαίος» (ή «Ρήβας»[7]) ποταμός της Μ. Ασίας, του οποίου οι εκβολές βρίσκονται στον Εύξεινο Πόντο, σε μικρή σχετικά απόσταση, Ανατολικά από το Βόρειο άκρο του Θρακικού Βοσπόρου.[8] Ο εν λόγω ποταμός μας είναι γνωστός ήδη από την Αργοναυτική εκστρατεία, καθώς σύμφωνα με τα Αργοναυτικά Κείμενα του Ορφέως, οι Αργοναύτες, αφού πέρασαν το Βόσπορο, έφθασαν στις εκβολές του Ρηβαίου (ποταμού) και ακολούθως στην «Μέλαινα ακτή»,[9] (απ’ όπου θεωρώ ότι ο Εύξεινος Πόντος μετονομάστηκε πολύ μεταγενέστερα σε «Μαύρη θάλασσα», καθώς ήταν η πρώτη ακτή, εξερχόμενοι από τον Βόσπορο και πλέοντες Ανατολικά), συνεχίζοντας το ταξίδι τους για την μακρινή Κολχίδα. Η αμμουδιά των εκβολών του «Ρηβαίου ή Ρήβα» ποταμού της Μ. Ασίας υπάρχει ακόμη και σήμερα και ονομάζεται από τους Τούρκους, ως «Riva Beach», το δε παρακείμενο παραλιακό χωριό, «Riva».[10]
Τέλος δε, και προκειμένου να γίνει αντιληπτή η αξία που έχει το να μην αλλοιώνεται η ονομασία κανενός τοπωνυμίου, ούτε βεβαίως και της Μυσhτής, τόσο για το Ελληνικό έθνος και την μακραίωνη ιστορία του, στον χώρο της Μ. Ασίας, όσο και για την Ελληνική μας γλώσσα, αναφέρονται στο υπόψη βιβλίο μου, ως παράδειγμα τρία μόνον τοπωνύμια, που είναι, η σημερινή πόλη της Τουρκίας «Ἀβανος», το τοπωνύμιο (τοποθεσία) «Καπεdοκία», που ανήκει στην περιοχή της Μυσhτής, καθώς και ο ποταμός «Ἅλυς» της Μ. Ασίας. Από τις ονομασίες αυτές, στο σημερινό μας άρθρο, θα παρουσιάσουμε μόνον τον «Ἅλυ» ποταμό.
Ο ποταμός «Ἅλυς»[11] και η σημασία του ονόματός του:
Ο «Ἅλυς» είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Μ. Ασίας. Το όνομα του είναι γνωστό από την αρχαιότητα, καθώς αναφέρεται στο αρχαίο κείμενο του Ορφέως, με τίτλο «ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ» (στιχ. 729 – 755) και μάλιστα, σε πτώση γενική ενικού, ως «Ἅλυος», στην φράση, «…Ἀργώ ὑπέρ μέγα λαῖτμα˙ Καραμβίην δ’ ἵκετ’ ἄκρην, ᾗ ἐπί Θερμώδων χέεται, Ἅλυός τε ρέεθρον, …» (= …. την οποία η Αργώ τρέχουσα υπεράνω μεγάλου βάθους θαλάσσης προσπέρασε, έφθασε δε εις το ακρωτήριο Καραμβία, επάνω στο οποίο χύνεται ο ποταμός Θερμώδων και τα νερά του Άλυος ποταμού, ….).[12] Οι κυριότερες πηγές των αρχικών παραποτάμων, που σχηματίζουν στη συνέχεια τον Άλυ, βρίσκονται περίπου 115 χλμ. Ανατολικά από την πόλη Σεβάστεια, (τουρκιστί, «Sivas»), στα όρη της αρχαίας Αρμενίας, με τις σημερινές τουρκικές πλέον ονομασίες «Κιζίλ ντάγ» (= κόκκινο βουνό) και «Κιοσέ ντάγ» (3.577μ.) και εκβάλλει στον Εύξεινο Πόντο, 20 χλμ. Βόρεια της Πάφρας.[13] Το μήκος του ποταμού είναι 960 χλμ.,[14] ενώ σύμφωνα με νεότερες μετρήσεις είναι 1.150 χλμ.
Στην παρακάτω εικόνα από το διαδίκτυο φαίνεται η διαδρομή της ροής του Άλυος ποταμού:[15]

Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Άλυς ήταν το όριο του Μηδικού και του Λυδικού βασιλείου. Πηγάζει από κάποιο όρος της Αρμενίας, διέρχεται την Κιλικία,[16] κατόπιν ρέει έχοντας δεξιά τους Ματιηνούς[17] και αριστερά τους Φρύγες. Όταν δε προσπεράσει και αυτούς, στρέφεται προς Βορράν και χωρίζει τους Συρίους Καππαδόκες,[18] (τους Λευκοσύρους, κατά τον Στράβωνα),[19] από τους Παφλαγόνες, που είναι στα αριστερά,[20] (δηλαδή, Δυτικά). Ήταν όριο πολιτικό και φυλετικό, χωρίζοντας την Δύση από την Ανατολή, τους Έλληνες από τους Ασιάτες. Μέχρι του Άλυος ετερματίζετο η επίδραση και η περιοχή των ελληνικών φυλών, της ελληνικής τέχνης, ενώ πέραν αυτού άρχιζε η περιοχή των αραμαϊκών γλωσσών και της ασσυριακής τέχνης.[21]
Το εν λόγω σύνορο, μεταξύ του Ελληνισμού και των Ασιανών, καταπατήθηκε από τον Κύρο το 546 π.Χ., όταν νίκησε κατά κράτος τον Κροίσο, βασιλιά του Λυδικού βασιλείου, παρά τον χρησμό που ο δεύτερος πήρε από την Πυθία, η οποία χρησμοδότησε ότι, σε περίπτωση που εξεστράτευε (ο Κροίσος) κατά των Περσών, θα κατέστρεφε μέγα βασίλειο. Ο χρησμός αυτός, κατά τον Αριστοτέλη, (Ρητορική III, 5), έλεγε: «Ἅλυν διαβάς μεγάλην ἀρχήν καταλύσεις».[22]
Ο Άλυς ονομάζεται από τους Τούρκους, μέχρι και σήμερα, «Kizil irmak» (Κιζίλ ιρμάκ), δηλαδή «Κόκκινο Ποτάμι». Την ονομασία αυτή πήρε από τα κόκκινα χώματα της Υοσγάτης, καθώς και άλλων περιοχών, που συναντά ο ίδιος ή οι παραπόταμοι και τα διάφορα ρυάκια που χύνονται σ’αυτόν. Στις μεγάλες βροχές, τα νερά που χύνονται στον Άλυ, του δίνουν το χρώμα που μαρτυράει το όνομά του.[23]
Εξ άλλου, στην αρχαία Σινώπη, αποικία της Μιλήτου, οι Σινωπείς, ήδη από τον 6ο αιώνα π. Χ., γνωρίζουμε ότι είχαν, ως ένα από τα προϊόντα ευρείας κατανάλωσής τους, μία φυσική κόκκινη βαφή, της οποίας η κοινή ονομασία ήταν η «σινωπίς» ή αλλιώς η «μίλτος»[24] και χρησιμοποιούνταν κυρίως στη ζωγραφική, για ιατρικούς σκοπούς, ακόμη και για την βαφή ή και για την στεγανότητα των πλοίων. Πιθανή πηγή προέλευσης αυτής θεωρείται η άνω κοιλάδα του Άλυος, ενώ υποστηρίζεται ότι, όταν οι εμπορικές διαδρομές άλλαξαν, η Σινώπη τότε έπαψε να αποτελεί το μονοπώλιο της κόκκινης βαφής.[25] Ο Όμηρος αναφέρει ότι ο Οδυσσέας συμμετείχε στον Τρωϊκό πόλεμο με 12 πλοία, που ήταν «νῆες μιλτοπάρῃοι», δηλαδή «νήες ἐρυθροπάρειες»[26] (= πλοία με κόκκινα μάγουλα), επειδή αυτά, στα πλάγια τους, ήταν βαμμένα με μίλτο. Επίσης και ο Στράβων μας ενημερώνει ότι, στην Καππαδοκία, βγαίνει η λεγόμενη «Σινωπική μίλτος», η καλύτερη απ’ όλες. Εφάμιλλη της είναι η Ιβηρική. Η μίλτος είναι ερυθρή γή, ορυκτή κόκκινη βαφή.Την είπαν δε Σινωπική, επειδή εκεί συνήθως την έφερναν οι έμποροι, προτού η εμπορική δραστηριότητα της Εφέσου φτάσει έως την Καππαδοκία.[27]
Από τα παραπάνω πληροφοριακά στοιχεία, για την ετυμολόγηση της ονομασίας « Ἅλυς », ως πλέον σημαντικό θεωρώ το γεγονός ότι, στις μεγάλες βροχές, τα νερά, που χύνονται τελικά στον Άλυ, του δίνουν το «κόκκινο» χρώμα, καθώς τότε παρασύρονται τα κόκκινα χώματα της περιοχής του «Κιζίλ ντάγ» (= κόκκινο βουνό), απ’ όπου πηγάζει, αλλά και γενικά όλων των περιοχών, με κόκκινο χώμα ή με την κόκκινη μίλτο, απ’ όπου διέρχεται, είτε ο ίδιος ο Άλυς είτε οι παραπόταμοί του.
Σχετικά με την ετυμολόγηση της ονομασίας «Ἅλυς», ο Στράβων μας αναφέρει ότι «ὠνόμασται δ’ ἀπό τῶν ἀλῶν ἅς παραρρεῖ», δηλαδή «ονομάστηκε έτσι από τις αλυκές που δημιουργεί».[28] Την ίδια αυτή ετυμολόγηση επαναλαμβάνει και ο Κύριλλος Στ΄ (Πατριάρχης Κων/πόλεως), στο πόνημά του περί της Αρχισατραπείας του Ικονίου.[29]
Πέραν της ετυμολόγησης του Στράβωνα, υπάρχει γενικά διάχυτη η πεποίθηση, ότι αυτή προκύπτει, είτε από το Ομηρικό ρήμα «ἀλάομαι» (= περιφέρομαι, περιπλανῶμαι) είτε από το Ομηρικό ουσιαστικό η «ἄλη» (= πλάνη, περιπλάνησις).[30] Εξ άλλου, το λεξικό του Δ. Δημητράκου (1964) ερμηνεύει την λέξη ο «ἅλυς» (γεν. τοῦ «ἅλυος»), ως «τό πλανᾶσθαι τῇδε κἀκεῖσε, ἡ περιπλάνησις, κ.λ.π.». Ως επιχείρημα, για την ετυμολόγηση αυτή, χρησιμοποιείται το γεγονός ότι ο εν λόγω ποταμός περιπλανάται στην ενδοχώρα, σχηματίζοντας ένα τεράστιο τοξοειδές σχήμα, από τις πηγές του και μέχρι τελικά να καταλήξει στον Εύξεινο Πόντο.[31]
Όμως, η περιπλάνηση είναι χαρακτηριστικό πολλών ποταμών, που διαρρέουν μεγάλους ορεινούς όγκους και ιδιαιτέρως, όταν η θάλασσα ή η μεγάλη λίμνη, όπου εκβάλλουν, απέχει μεγάλη απόσταση από την πηγή τους. Στην Μ. Ασία, για παράδειγμα, ο ποταμός «Σαγγάριος» ακολουθεί μεγάλη και πολύπλοκη περιπλάνηση, ενώ ο Μαίανδρος είναι επίσης χαρακτηριστικός για τα πολλά «ζικ-ζάκ» αυτού, τους λεγόμενους «μαιάνδρους» (από το ίδιο του το όνομα) που σχηματίζει. Πέραν αυτού, εάν το κύριο χαρακτηριστικό, του εν λόγω ποταμού, είναι η περιπλάνηση του, θα έπρεπε να ονομάζεται «Ἄλης», λέξη που γράφεται με ψιλή και με κατάληξη το φωνήεν ήτα, ως «-ης». Όμως ο «Ἅλυς» γράφεται, αφ’ενός μεν, με δασεία, αφ’ετέρου δε, με κατάληξη το «-υς», που γράφεται με ύψιλον. Ως εκ τούτου, η παραπάνω ετυμολόγηση, με βάση την περιπλάνηση, θεωρώ πως απέχει της αλήθειας.
Όσον δε αφορά την ετυμολόγηση, στην οποία έχει προβεί ο Στράβων για τη ονομασία του «Ἅλυος» ποταμού, λέγοντας ότι αυτή «προκύπτει από τις αλυκές που σχηματίζει», θα πρέπει να εκφράσουμε πολύ μεγάλες επιφυλάξεις, για τον εξής κυρίως λόγο: Οι λίμνες που σχηματίζονται, στις εκβολές των ποταμών, λόγω εναπόθεσης της μεταφερόμενης ιλύος και λόγω των προσχώσεων, ειδικά στον Εύξεινο Πόντο, (όπου εκβάλλει πληθώρα πολύ μεγάλων ποταμών), δεν μπορεί να φημίζονται, ως αλυκές και μάλιστα με εκμεταλλεύσιμη ποσότητα άλατος, λόγω κυρίως της ποσότητας γλυκού ύδατος που περιέχουν. Άλλωστε, αυτό ισχύει και για κάθε εκβολή ποταμού σε θάλασσα, όπου σχηματίζεται και το λεγόμενο «Δέλτα» αυτών, όπου η αλμυρότητα είναι σαφώς περιορισμένη. Πέραν αυτού, η όποια ποσότητα ορυκτού άλατος, που πιθανόν να μεταφέρεται από τον ίδιο τον ποταμό, θεωρώ πως και αυτή είναι μη εκμεταλλεύσιμη. Άλλωστε, η ευρύτερη περιοχή, όπου εκβάλλει ο Άλυς, δεν φημίζεται σήμερα για αλυκές, αλλά για τις καταπράσινες καλλιέργειες, λόγω του γλυκού νερού του ποταμού και των γλυκών υδάτων της όλης περιοχής, όπως προσωπικά παρατήρησα, προ ολίγων ετών, ως επισκέπτης των περιοχών του Πόντου. Η σημερινή καταπράσινη εικόνα της περιοχής των εκβολών του Άλυος, που διακρίνεται ακόμη και με την χρήση του «Google earth», είναι, κατά την άποψή μου, ενδεικτική της απουσίας αλμυρού νερού και αλυκών.[32]
Προκειμένου να βρούμε το όντως «ἕτυμον» της εν λόγω λέξης, αρκεί και πρέπει να εντοπίσουμε τον λόγο, για τον οποίον ο πρόγονος μας ονόμασε τον ποταμό αυτόν με το όνομα, «Ἄλυς» και μάλιστα γράφοντάς το με δασεία και με την κατάληξη, «-υς». Σε αυτό, πρώτα απ’ όλα, μας διευκολύνει τα μέγιστα το γεγονός ότι οι Τούρκοι ονομάζουν τον «Ἅλυ» στην γλώσσα τους, ως «kizil irmak»,[33] που σημαίνει «κόκκινος (ερυθρός) ποταμός». Έναν κόκκινο ποταμό δεν μπορεί να τον πρόσεξαν μόνον οι Τούρκοι επήλυδες, καθώς ο ποταμός αυτός προϋπήρχε στην περιοχή από καταβολής κόσμου. Είμαι βέβαιος, πως το χρώμα του, το κόκκινο ή κιτρινοκόκκινο, που αποκτά μετά από βροχές, το είχαν προσέξει και οι αυτόχθονες πρόγονοί μας, από τόσο παλαιότερα, όσο τουλάχιστον παλαιά είναι και η ονομασία «Ἅλυς». Τα νερά του ποταμού βέβαια δεν είναι πάντα κόκκινα. Γίνονται όμως κόκκινα μετά από βροχή, διότι τότε παρασύρονται από τα ορμητικά νερά και πολλά χώματα, κυρίως από την περιοχή του «Κόκκινου βουνού» (τουρκιστί, Κιζίλ ντάγ) και της Υοσγάτης, τα οποία έχουν ερυθρό, κόκκινο ή κοκκινωπό χρώμα.
Με βάση το χαρακτηριστικό αυτό γνώρισμα του ποταμού, βρίσκουμε από το Ελληνικό λεξιλόγιο τις ακόλουθες σχετικές λέξεις, των οποίων κύρια σημασία είναι το κόκκινο, το ερυθρό γενικώς χρώμα:
-«ἅλιος» = ἥλιος. Είναι ο «ἤλιος» στην Δωρική διάλεκτο. [34]
-«ἀλεός» = διάπυρος.[35]
-«ἄλλικα» = χλαμύδα πορφυρᾶν.[36] Όμως «διάπυρος» = ὁ ἐρυθρός ἐκ τῆς πυρακτώσεως αὐτοῦ, ἐξ οὖ καί ἡ λέξη «ἄλικο», πού σημαίνει, τό ἐρυθρόν χρῶμα, τό κόκκινο.[37]
-«ἄλικο» = τό ἐρυθρόν χρῶμα, τό κόκκινο.[38]
-«ἄλ’» = ἐρυθρός. Είναι λέξη της Σινασού, η οποία όμως θεωρείται ως Τουρκική ή Καππαδοκική, από την οποία προκύπτει και η λέξη «Ἅλυκος» (= ἐρυθρός), καθώς και ο «Ἅλυς» ποταμός.[39]
-«άλ’» = κόκκινο λεπτό μαντήλι από τούλι, το οποίο φορούσαν στην Μυσhτή οι νύφες, αλλά και οι νεόνυφες. (Είναι λέξη της Μυσhιώτικης γλώσσας, η οποία πέρασε ως λέξη «δάνειο», στην Τουρκική γλώσσα, όπου υπάρχει, ως «al» = κόκκινος, άλικος, κόκκινο χρώμα, κοκκινάδι, ρούζ, ίντρικα, απάτη[40]).
-«αλτéν’ ή αλτhéν’» = χρυσάφι, το μέταλλο χρυσός, χρυσό νόμισμα, φλουρί. (Είναι λέξη της Μυσhιώτικης γλώσσας, η οποία πέρασε ως λέξη «δάνειο», στην Τουρκική γλώσσα, όπου υπάρχει ως «altin» = χρυσός, χρυσάφι, μάλαμα, χρυσαφένιος, μαλαματένιος).[41]
-«αλ-(e)νό» = κόκκινος, κοκκινωπός. (Είναι λέξη της Μυσhιώτικης γλώσσας, με σχετικά δύσκολη προφορά).[42]
-«ἁλουργής» = ὁ βεβαμμένος διά θαλασσίας πορφύρας, οὐχί δέ διά χρωμάτων κατ’ ἀπομίμησιν αὐτῆς, ὁ γνήσιον προρφυροῦν ἔχων χρῶμα.[43]
-«ἀλουργία» = ἡ διά πορφυροῦ χρώματος βαφή, πορφυροῦς ἱματισμός.[44]
-«ἀλουργίς, -ίδος» = πορφυρᾶ ἐσθής, γενικῶς πᾶν ἔνδυμα πορφυρόχρωμον, («ἁλουργοϋφής» = ο ὑφασμένος διά πορφυρῶν νημάτων).[45]
-«ἀλουργοφορῶ, -έω» = φορῶ ἐνδύματα πορφυρᾶ.[46]
-«ἁλουργίδες» = πορφυρίδες.[47] Όμως, η λέξη «πορφυρίς, -ίδος», που αναφέρει ο Ησύχιος, σημαίνει «πορφυροῦν ἔνδυμα καί κάλυμμα γενικῶς».[48]
Από τις παραπάνω λέξεις, φαίνεται καθαρά πως το πρώτο μέρος, «αλ-», της λέξης « Ἅλ-υς», προκύπτει από το «αλ-», όλων των παραπάνω λέξεων, το οποίο σημαίνει το «κόκκινο», το «ερυθρό», το «πορφυρούν» χρώμα, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, είναι και χαρακτηριστικό γνώρισμα των υδάτων του εν λόγω ποταμού μετά από βροχή. Μάλιστα, η δασεία που υπάρχει στο αρχικό άλφα, «Ἁ», της ονομασίας «Ἅλυς», δηλώνει, πολύ καθαρά, πως το εν λόγω αρχικό «Ἁλ-» προκύπτει από την δασυνόμενη Δωρική λέξη «ἄλιος» (= ἥλιος), καθώς ο ήλιος έχει χρώμα από κιτρινοκόκκινο μέχρι και κατακόκκινο, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες της ατμοσφαιρικής υγρασίας και της γωνίας πρόσπτωσης των ηλιακών ακτίνων επ’αυτής.
Πιο πάνω αναφέραμε επίσης και ότι τα νερά του Άλυος ποταμού δεν είναι πάντα κόκκινα. Αυτά παίρνουν το κόκκινο χρώμα τους, μόνον μετά από βροχή. Αυτό σημαίνει, πως το υπόλοιπο τμήμα «-υς» της λέξης «Ἅλ-υς» θα πρέπει να σχετίζεται, απαραίτητα, με το στοιχείο «βροχή», καθώς το κόκκινο αυτό χρώμα το αποκτά ο ποταμός, μόνον μετά από βροχή και όχι κατ’ευθείαν από τις πηγές του ή από την κοίτη του.
Μία τέτοια λέξη, που να σχετίζεται με την βροχή, προκύπτει από το αρχαίο Ομηρικό ρήμα «ὕω» (= βρέχω, στέλνω βροχή). Το θέμα του ρήματος αυτού είναι «ὑ-».[49] Στον Μέλλοντα, είναι «ὕσω»,[50] το δε γ΄ ενικό πρόσωπο, της Οριστικής αυτού, είναι «ὕσει» (= θα βρέξει). Η μετοχή αορίστου, του ρήματος είναι «ὕσας» (= βρέξας).[51] Έτσι λοιπόν, το «-υς» της λέξης «Ἅλυς», μπορούμε χωρίς καμμία αμφιβολία να πούμε ότι προκύπτει, είτε από το θέμα του Μέλλοντος «ὕσ-», του παραπάνω «ὕσει», που σημαίνει «θα βρέξει», είτε από το θέμα «ὑ-», του ρήματος «ὕω» και από την κατάληξη, «-ς», που στην Μυσhιώτικη γλώσσα είναι για ουσιαστικά ή κύρια ονόματα αρσενικού, ενίοτε δε και θηλυκού γένους.
Με βάση τα παραπάνω, η σύνθεση των στοιχείων «άλ- + ὕσ-», καθώς και των στοιχείων «ἁλ- + ὑ- + -ς», σημαίνουν, αντίστοιχα, «αυτό που είναι ή που γίνεται κόκκινο όταν θα βρέξει», «αυτός που είναι κόκκινος με την βροχή ή λόγω βροχής».
Σχηματισμός του ονόματος «Ἅλυς»:
- i. ἁλ- + ὕσ- > ἅλυς, λόγω τροπής του «σ» σε τελικό «ς».
- ii. ἁλ- + ὑ- + -ς > ἅλυς.
Άξιον προσοχής, για τον σχηματισμό της εν λόγω λέξης, είναι τα εξής :
(α). Η λέξη «Ἅλυς» δασύνεται. Αυτό οφείλεται, είτε διότι επηρεάζεται από την δασεία του δεύτερου συνθετικού αυτής, είτε διότι προκύπτει από την Δωρική λέξη «ἄλιος» (= ἥλιος). Σε περίπτωση, όμως, που προέκυπτε από το ρήμα «ἀλάομαι» (παράγωγο ουσιαστικό του οποίου είναι η «ἄλη»), όπως πολλοί θεωρούν, τότε η λέξη θα έπρεπε να είναι ψιλούμενη και με φωνήεν της κατάληξής της το «η».
(β). Η κατάληξη σχηματίζεται με το φωνήεν ύψιλον, ως «-υς», καθώς αυτό προκύπτει από το ρήμα «ὕω», στην δε γενική πτώση είναι του «Ἅλυος». Σε περίπτωση, όμως, που προέκυπτε από το ρήμα «ἀλάομαι», (παράγωγο ουσιαστικό του οποίου είναι η «ἄλη»), τότε η λέξη θα έπρεπε να είναι «Άλης» με κατάληξη «-ης», ενώ στην γενική πτώση θα ήταν του «Ἄλη».
Τέλος, θα πρέπει να πούμε, συμπερασματικά, ότι ο ποταμός «Ἅλυς», μας φανερώνει από μόνος του, με το ίδιο το όνομά του, (αυτό το όνομα που του έδωσε ο «νονός» Έλληνας πρόγονός μας), το πιο χαρακτηριστικό του γνώρισμα, που είναι ότι αυτός «γίνεται κόκκινος όταν θα βρέξει», «γίνεται κόκκινος μετά από βροχή», καθώς τότε κοκκινίζουν τα νερά του.
ΣΧΟΛΙΟ: Αποδεχόμενοι την παραπάνω ετυμολογική ανάλυση, της ονομασίας του Άλυος ποταμού, θεωρώ, ως αυτονόητο, ότι οφείλουμε να αποδεχθούμε επίσης και το ότι η όλη περιοχή ή τουλάχιστον σημαντικό τμήμα αυτής, κατοικείτο από λαούς που μιλούσαν αρχαία Ελληνικά, οι οποίοι ονομάτισαν το κάθε τι γύρω τους με μεγάλη σοφία. Έδιναν στο κάθε τι τέτοιο όνομα που να δηλώνει, που να μαρτυρεί, «ἐς ἀεί», όλα τα σημαντικά χαρακτηριστικά του, όπως π.χ. το όρος «Ἀργαῖος», (από το «αἰρω + γαία» = υπερυψωμένη γή), «Ἅλυς», (ἁλ- + -ὑ- + -ς), «Καπεdοκία» (από το «κάπετος + γαία» σκαμμένη γή), «Ναναβασός ή Αναβασhή» (από το «άναβαίνω», καθ’ότι από το σημείο εκείνο οι πρόγονοί μας ανέβαιναν Βόρεια, προς τον Πόντο), «μπαστουρμάς» (από το «παστό + ἔρυμα» = παστό με προφύλαγμα), «Νεβσhεχύρ’ ή Νέφσhεχυρ’» [από το νε(F)-», του «νε(F)αρός», νέος + «έχύρ-» του «έχυρός» = «ὀχυρός»], κ.λ.π.[52]
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί και ότι στο βιβλίο του Ιάκωβου Θωμόπουλου, με τίτλο, «ΠΕΛΑΣΓΙΚΑ», αναφέρεται η λέξη των Χετταίων «Αλαε» (= ποταμός), καθώς και τα εξής ονόματα ποταμών, στις αντίστοιχες περιοχές: « Ἄλεις» στην Κῶ, « Ἅλης» στην Κολοφώνα και « Ἅλυς» στην Καππαδοκία.[53]
Ειδικά για την Χεττιτική ονομασία «Αλαε», εκτίμησή μου είναι ότι προέκυψε από το όνομα «Ἅλυς», καθώς ο ποταμός αυτός προϋπήρχε της εγκατάστασης των επήλυδων Χετταίων, στην περιοχή, που σημαίνει ότι αυτός είχε ήδη το ελληνικό όνομά του, αφού η περιοχή πάντοτε κατοικούνταν.[54]
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Το χωριό «Μυσhτή», (της οποίας ο φθόγγος «σh», που δεν υπάρχει στην Ελληνική, είναι το σύμφωνο «σ», που προφέρεται με δασεία, με παχειά προφορά), βρίσκεται 26,5 χλμ. Β-ΒΑ της Νίγδης Καππαδοκίας. Στο χωριό αυτό, κατοικούσαν οι πρόγονοί μας, (8.000 κάτοικοι περίπου), μέχρι το 1924. Στη συνέχεια, μετά τον ξεριζωμό τους, τους έφεραν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, όπου και τους διασκόρπισαν σε 26 μέρη αυτής. Σήμερα το εν λόγω χωριό κατοικείται από Τούρκους και ονομάζεται «Konakli».
[2] Τα στοιχεία του εν λόγω βιβλίου αναφέρονται στην παρούσα Ιστοσελίδα.
[3] Η γραφή της ονομασίας ως «Μυστή» είναι αναγκαστική, διότι δεν υπάρχει στην Ελληνική ο φθόγγος «σh», που είναι το σίγμα δασύ (παχύ).
[4] Πλάτων, Κρατύλος, 418 d. : Βλ. σελ. 166, 167, του βιβλίου εκδόσεων ΚΑΚΤΟΣ 1992.
[5] Πλάτων, Κρατύλος 418 a.: Βλ. σελ. 164, 165, του βιβλίου εκδόσεων ΚΑΚΤΟΣ 1992.
[6] Κουτρουβέλης, 1999, 150.
[7] Στεφάνου Βυζαντίου, (Λεξικό), 1849, 544: Βλέπε το όνομα, «Ῥήβας» = ποταμός παρά τῷ Πόντῳ.ἔστι και χώρα, οὗ τό ἐθνικόν Ῥηβαῖοι.
[8] Εκτός από τον γνωστό «Βόσπορο», δηλαδή, τον «Θρακικό Βόσπορο», που βρίσκεται στην Κων/πολη, υπάρχει και ο «Κιμμέριος Βόσπορος», (ο πορθμός της σημερινής πόλης Κέρτς), που ενώνει την Αζοφική θἀλασσα (Μαιώτιδα λίμνη) με τον Εύξεινο Πόντο.
[9] Πασσάς Ι., 162: Βλέπε για τον Ρηβαίο ποταμό, στην σελ. 162, (στίχοι 701-728, από το αρχαίο κείμενο του Ορφέως «ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ»).
[10] Με την βοήθεια του «Google earth» μπορεί κανείς να βρεί την σημερινή Τουρκική ονομασία «Riva», ακολουθώντας την ακτογραμμή, της Βόρειας πλευράς της Τουρκίας, στον Εύκεινο Πόντο. λίγα μόλις χλμ, Ανατολικά του Βοσπόρου
[11] Λαβδάς, 2025, 401 – 408: Βλέπε για τον Ἅλυ ποταμό.
[12] Πασσάς Ι., «ΤΑ ΟΡΦΙΚΑ», 163: Βλέπε την ονομασία «Ἅλυος», στην σελ. 163, (στίχοι 729-755).
[13] Βλέπε σελ. 32, στο κεφάλαιο ο «ΑΛΥΣ», από την μελέτη της Μέλπως ΛΟΓΟΘΕΤΗ – ΜΕΡΛΙΕ, του Κ.Μ.Σ., με τίτλο «ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ».
[14] Κοντογιάννης, 1921, 21.
[15] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BB%CF%85%CF%82#/map/0
[16] Την εποχή εκείνη, η σημερινή περιοχή της Καππαδοκίας ανήκε στην Κιλικία, ενώ η αρχαία Καππαδοκία ήταν περιοχή μικρής γεγραφικής έκτασης, περιορισμένη προς τον Εύξεινο Πόντο και ανατολικά των εκβολών του Άλυος ποταμού.
[17] Για τους Ματιηνούς, καθώς και για την χώρα αυτών Ματιηνή, διατυπώθηκαν πολλές γεωγραφικές αντιλήψεις και υποτίθεται ότι πρόκειται για τμήμα ή και ολόκληρο το σημερινό Αζερμπαϊτζάν.
[18] Δηλαδή, κατά τον Ηρόδοτο, οι Καππαδόκες δεν ήσαν Έλληνες αλλά Σύριοι.
[19] Στράβων ΙΒ, 3. 12.
[20] Ηρόδοτος, 1975, (Τόμ. Α΄), 72..
[21] Κοντογιάννης, 1921, 23-24.
[22] Ηρόδοτος, 1975, (Τόμ. Α΄, Κλειώ), 53, 121: Βλέπε τον εν λόγω χρησμό, στην σελ. 53, καθώς και στην Σημείωση 5 της σελ. 121.
[23] Βλέπε το κεφάλαιο ο «ΑΛΥΣ», στην σελ. 31-35, από την μελέτη της Μέλπως ΛΟΓΟΘΕΤΗ – ΜΕΡΛΙΕ, του Κ.Μ.Σ., με τίτλο «ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ».
[24] Η λέξη, «μίλτος» (ἡ) = παραλλαγή τοῦ όρυκτοῦ αἱματίτου, χρησιμοποιημένη προς ἐρυθράν χρῶσιν, κοκκινόχωμα, κιννάβαρι, ἄμμιον, [Δημητράκος, (Λεξικό), 1964].
[25] Γιονανίδη, (Μεταπτυχιακή, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Ρόδος), 2022, 81.
[26] Όμηρος, Β – 637.
[27] Στράβων 12, II, 10 : Επίσης, βλ. και την σημείωση 30 του βιβλίου 12, Καππαδοκια – Πόντος, των εκδόσεων ΚΑΚΤΟΣ.
[28] Στράβων ΙΒ, 3,12.
[29] Σαλκιτζόγλου, 2018, 138 και 139.
[30] Πανταζίδης, (Ομηρικό Λεξικό), 1999 : Βλ. τις λ. «ἀλάομαι» και «ἄλη».
[31] Παράρτημα Χαρτών, Χάρτης Νο 21.
[32] Παράρτημα Εικόνων, Εικόνα Νο 5.
[33] Faruk Tuncay – Λ. Καρατζάς, Λεξικό, 2000: Βλ. την λ. «kizil», στην σελ. 423.
[34] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964.
[35] Ησυχίου, Λεξικό.
[36] Ησυχίου, Λεξικό.
[37] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964 : Βλέπε τις λ. «ἄλικο» και «διάπυρος».
[38] Δημητράκος,( Λεξικό), 1964.
[39] Αρχέλαος Σαραντίδης, 1899, 222 : Βλ. την λ. «ἅλυκος».
[40] Faruk Tunkay – Λ. Καρατζάς, (Τουρκοελληνικό λεξικό), 2000, 19: Βλ. την λ. «al».
[41] Faruk Tunkay – Λ. Καρατζάς, (Τουρκοελληνικό λεξικό), 2000, 26: Βλ. την λ. «altin».
[42] Η λέξη «αλ-(e)νό» είναι δισύλλαβη, με τις εξής δύο συλλαβές: αλ-(e)νό. Είναι λέξη κάπως δύσκολη στην προφορά της, με την γλώσσα να φαίνεται πως κολλά, πως καθυστερεί, για να περάσει από την πρώτη συλλαβή «αλ-» στο «-(e)νό», λόγω της παρουσίας του άφωνου φωνήεντος, που ίσα-ίσα ακούγεται, με το σύμβολο «(e)», πριν από την κατάληξη «-νο». Ετυμολογικά, σχηματίζεται με τρείς τρόπους, με βάση τις εξής λέξεις, αντίστοιχα : 1).«ἀλ’» (= κόκκινο, ερυθρό), που είναι λέξη Μυσhιώτικη), 2).«ἀλεός» (= διάπυρος), που είναι λέξη του Ησυχίου, 3). «ἀληθινό», είναι το ουδέτερο του επιθέτου «ἀληθινός», που σύμφωνα με τον Φαίδωνα Κουκουλέ σημαίνει «κόκκινος, -η, -ο», καθώς και ότι με την σημασία του «κόκκινος» σώζεται από μεν τους Έλληνες της κάτω Ιταλίας το επίθετο «ἀληθινό», από δε της Καππαδοκίας το επίθετο «ἀλ’τινός», [Κουκουλές, 1955, (Τόμ. Στ΄), 281]. Εδώ, χάριν οικονομίας, παρουσιάζεται η τρίτη μόνον περίπτωση, που έχει ως εξής: ἀληθινό, > αλη’ινό, λόγω αποβολής του «θ», που δεν μπορεί ο Μυσhιώτης να προφέρει, > αλ’ινό, λόγω συνεκφοράς των συνεχόμενων «η’ι», ως ένα μόνον «’ι» ή λόγω αποβολής του «η», > αλ’(e)νό, λόγω τροπής του «ι» σε άφωνο «(e)», που ίσα-ίσα ακούγεται, και > αλ-(e)νό, λόγω γραφής, της λέξης με την παύλα, μετά το «λ», για την διευκόλυνση της ορθής προφοράς αυτής.
[43] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964.
[44] Δημητράκος,( Λεξικό), 1964.
[45] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964.
[46] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964.
[47] Ησυχίου, Λεξικό.
[48] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964 : Βλ. την υπ’αριθμ. 1 ερμηνεία της λ. «πορφυρίς, –ίδος».
[49] Παπανικολάου, (Λεξικό Ρημάτων), 1962. Επίσης, Πανταζίδης, (Ομηρικό Λεξικό), 1999 : Βλέπε το ρήμα «ὕω».
[50] Παπανικολάου, (Λεξικό Ρημάτων), 1962.
[51] Ησυχίου, Λεξικό.
[52] Όλες οι ως άνω λέξεις έχουν αναφερθεί και ετυμολογηθεί, πιό πάνω, στην παρούσα εργασία.
[53] Θωμόπουλος, 2007, 574.
[54] Παράρτημα Χαρτών, Χάρτης 13 : Βλέπε τον Άλυ ποταμό, μέσα στην περιοχή εγκατάστασης των Χετταίων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αρχέλαος Σαραντίδης Ι., 1899. Η Σινασός, Αθήνα : Τυπογραφείον Ι. Νικολαΐδου.
Γιονανίδη Π., 2022. Ο ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΞΕΙΝΟΥ ΠΟΝΤΟΥ (8ος – 6 ος αι. π.Χ.). Η ΜΙΛΗΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΙΚΙΕΣ ΤΗΣ ΣΤΗ ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ, Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Ρόδος.
Δημητράκος, Δ. 1964. Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης, Αθή-να : Εκδοτικός Οργανισμός «Ελληνική Παιδεία».
ΗΡΟΔΟΤΟΣ. Ηροδότου Ιστορία, Αθήνα : Βιβλία 9, ήτοι, Α’, Β΄, Γ’, Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄, Ζ΄, Η’, Θ΄, (ΠΑΠΥΡΟΣ, Τόμ. 1ος, 2ος και 3ος), εκδόσεις Επιστημονική Εταιρεία των Ελληνικών Γραμμάτων, ΠΑΠΥΡΟΣ 1975.
Ησυχίου του Αλεξανδρέως, Λεξικό : εκδόσεις ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, (Αναστατική Έκδοσις Αθήνα 1975).
Θωμόπουλος Ιακ., 2007. Πελασγικά, ήτοι περί της Γλώσσης των Πελασγών, Αρχαίαι πελασγικαί Επιγραφαί Λήμνου, Κρήτης Λυκικαί, Ετρουσκικαί, Χετιτικαί, (Β’ έκδοση), Αθήνα : Εκδόσεις Πελεκάνος.
Κοιμισόγλου Συμ., 2006. Μιστί Καππαδοκίας, Θεσσαλονίκη : Εκδόσεις «ναῦς», ILP productions.
Κοντογιάννης Μ. Π. 1921. Γεωγραφία της Μικράς Ασίας, Αθήνα : (Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων), Τυπογρ. Π. Α. Πετράκου, (Ανατύπωση 1995).
Κουκουλές Φαίδων, 1955. ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, Τόμ. Στ΄, Αθήνα : εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ.
Κουτρουβέλης Β. Κων. 1999. Η αναχρονολόγηση της Προϊστορίας, Αθήνα: Εκδόσεις Δαυλός.
Λαβδάς Γ., 2025. Η Μυστή της Καππαδοκίας, η αποκατάσταση της αλήθειας, περί της ονομασίας αυτής.Η ονομασία των κατοίκων της και της γλώσσας αυτών. Λάρισα.
Όμηρος : ΙΛΙΑΣ, (μτφ. Κώστας Δούκας), 1998, Αθήνα : Εκδόσεις ΙΔΕΟΘΕΑΤΡΟΝ – ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ.
Πανταζίδης, Ι., 1999. Ομηρικό Λεξικό, Αθήνα : Εκδόσεις «ελευθερη σκεψις».
Παπανικολάου, Δ. Κ., 1962. Νεώτατον Λεξικόν Όλων των Ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, (έκδοσις ενάτη), Αθήνα : εκδόσεις Π. Χιωτέλλη.
Πασσάς Δ., Ι. ΤΑ ΟΡΦΙΚΑ, Αθῆναι: Εκδόσεις Εγκυκλοπαδείας του «ΗΛΙΟΥ».
Πλάτων. Κρατύλος : Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, (Πρώτη Έκδοση), Αθήνα 1992.
Σαλκιτζόγλου Α. Τ., 2018. Η Αρχισατραπία του Ικονίου, (Κυρίλλου στ’ Πατριάρχου Κων/πόλεως), Γλύφα Βαρθ/μιού Ηλείας: Εκδόσεις Μπαλτά, «ἐξ Ἀνατολῶν».
Στεφάνου Βυζαντίου (Λεξικό, εκ των Εθνικών), 1849, Βερολίνο : Εκδόσεις ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ.
Στράβων. Γεωγραφικά 12, (Καππαδοκία – Πόντος), Θεοδωρίδης Π. (μτφ), Αθήνα : Εκδόσεις Κάκτος 1994.
Faruk Tuncay – Καρατζάς Λεων., 2000. Τουρκο-Ελληνικό Λεξικό, Αθήνα : Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού.
***

