Γεώργιος Λαβδάς.
Η ανάλυση της λέξης «γωνάχh’»[1] της Μυσhιώτικης[2] γλώσσας,
που στην δημοτική λέγεται «κονάκι»
Οι αναγνώστες του βιβλίου μου, τα στοιχεία του οποίου αναφέρονται στην παρούσα Ιστοσελίδα, έχουν ήδη διαβάσει το σχετικό κεφάλαιο, που αναφέρεται για το ότι η Μυσhιώτικη γλώσσα έχει «μπολιάσει» την Τουρκική με απροσδιόριστα μεγάλο αριθμό λέξεων και ριζών λέξεων. Από το παρόν διαδικτυακό μας «βήμα», θα γίνεται προσπάθεια για την ανάδειξη της «Μυσhιώτικης διαλέκτου». Πέραν αυτού, θα επισημαίνονται επίσης και οι λέξεις εκείνες που ενώ είναι Μυσhιώτικες, δηλαδή Ελληνικές, αυτές αναφέρονται από πολλούς, ως Τουρκικής ή Αραβικής προέλευσης, ενώ θα έπρεπε να λέγεται ότι αυτές υπάρχουν και στην Τουρκική ή στην Αραβική γλώσσα.
Οι Μυσhιώτικες λέξεις που θα παρουσιάζονται από εδώ, κατά προτίμηση, θα είναι ήδη δημοσιευμένες και σε βιβλίο μου, που έχει κυκλοφορήσει, κυρίως για την εγκυρότητα αυτών, όπως η λέξη «γωνάχh’», την οποία θα αναλύσουμε σήμερα.[3] Οι λέξεις αυτές, όπου κρίνεται απαραίτητο, θα είναι εμπλουτισμένες και με πολλά άλλα στοιχεία και πληροφορίες, από το υπό συμπλήρωση έργο μου, με τίτλο, «Λεξικό της Μυσhιώτικης Γλώσσας».
Η ερμηνεία του «γωνάχh’»
-«Γωνάχh’» (γεν. = «γωναχh–jιού», πληθ.= «γωνάχh–jια») = το κονάκι, το αρχοντικό, το διώροφο σπίτι, το ανώγειο σπίτι, αλλά και ο άνω όροφος σπιτιού, όταν από κάτω του υπάρχει ισόγειο ή ημιυπόγειο.
Στην εν λόγω λέξη, το πρόσφυμα «j» προφέρεται ως «χ», καθώς προηγείται αυτού ο φθόγγος «χh»,[4] η δε λέξη ως «γωναχh-χιού» και «γωνάχh-χια», αντίστοιχα.
Είναι ουσιαστικό ουδετέρου γένους.
Στην Μάνδρα παλαιότερα, «γωνάχh–jια» λέγαμε γενικά τα «dίπατα σπίτ-jια» (= δίπατα, διώροφα σπίτια).
Όταν κατοικούμε στο ισόγειο κάποιου «γωνάχh’», τον επάνω όροφο αντί «γωνάχh’», συχνά τον λέμε και ως «τ’ απάν’ dού σπίτ’» ή «τ’ απανού dού σπίτ’» (= το επάνω σπίτι). Τον ισόγειο ή τον ημιυπόγειο χώρο του «γωνάχh’», τον λέμε «κατ’νού dού σπίτ’» (= το από κάτω σπίτι).
Στην Μυσhτή, τα σπίτια ήταν πάντα υπόγεια και με λαξευμένους όλους τους ορόφους, κάτω από την γη. Είναι όπως και τα γνωστά σε πολλούς υπόγεια της Μαλακοπής, τα οποία έχουν 10 ορόφους, εκ των οποίων οι πρώτοι 8, βρίσκονται σε βάθος 80 μέτρων και είναι επισκέψιμοι στους τουρίστες.
Τα τελευταία χρόνια, πριν από τον ξεριζωμό, κτίστηκαν μερικά σπίτια και πάνω από την γη, είτε σαν ισόγεια, είτε σαν ημιυπόγεια. Υπήρξαν βέβαια και ελάχιστοι «Μυσhτηλήδες», που είχαν χτίσει «γωνάχh-jια», αλλά αυτά ήταν μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού. Γενικά, τα ψηλά σπίτια (τα ανώγεια) ήσαν πολύ λίγα, και σ’ αυτά ανέβαιναν με λίγα σκαλιά, από την επιφάνεια του εδάφους.[5] Μάλιστα, ένα από αυτά με τα λίγα σκαλοπάτια, όπως μας έλεγαν οι παππούδες του χωριού μου, χρησιμοποιήθηκε στην Μυσhτή ως καφενείο, το οποίο προτιμούσαν πολύ οι νέοι του χωριού.
Για παράδειγμα, λέμε στα «Μυσhιώτικα»:
-«ανέβα σ’ού γωνάχh’» = ανέβα στο ανώγειο (στο κονάκι).
-«doύ γωνάχh’ μας έχh’ dώ’εκα αναβασίεις,[6] τ’εσάρ’ πhόσα έχh’;» = το ανώγειο μας σπίτι (το κονάκι) έχει δώδεκα σκαλοπάτια, το δικό σας, πόσα έχει;
-«dού καλοτσhαίρ’,[7] αναβαίνουμ’ να τσhοιμουχούμ’, σ’ού γωνάχh’ μας απάν’, dού χειμό καταβαίνουμ’ κάτ’.» = το καλοκαίρι ανεβαίνουμε να κοιμηθούμε, επάνω στον πάνω όροφο του σπιτιού μας, τον χειμώνα κατεβαίνουμε κάτω.
Η ετυμολόγηση του «γωνάχh’»
Μέχρι σήμερα, πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι θεωρούν ότι, τόσον το «γωνάχh’», όσον και το «κονάκι» της δημοτικής, προκύπτουν από την Τουρκική λέξη «konak» (= αρχοντικό, αρχοντόσπιτο, έπαυλη, μέγαρο).[8]
Όμως, η λέξη «γωνάχh’» λήγει σε «-άχh’», που όπως αναλύεται και αποδεικνύεται, σε σχετική παράγραφο του υπό άμεση έκδοση βιβλίου μου, με τίτλο «Ο Γλωσσικός Κώδικας της Μυστής Καππαδοκίας», Τόμος Α’, «οι Φθόγγοι (Α-Ε)», είναι τύπος του «έχh’», της Μυσhιώτικης γλώσσας, που είναι το γ’ ενικό πρόσωπο της Οριστικής Ενεστώτος του ρήματος «ἔχου» (= έχω, περιέχω, εμπεριέχω, κατέχω, διατηρώ, παράγω, επιφέρω, προξενώ, κ.λ.π.), το οποίο κλίνεται ως εξής: «έχου, έχh-εις, έχh’, έχουμ’, έχh-ητ’, έχουν ή έχh’νει».
Το «έχh’», όπως και όλοι οι παρακάτω τύποι αυτού, χρησιμοποιούνται ως τελευταίο συνθετικό πολλών ουσιαστικών, ενίοτε και επιθέτων, της Μυσhιώτικης γλώσσας, της Ελληνικής δημοτικής, καθώς επίσης και της Τουρκικής. Οι συνολικοί τύποι, με τους οποίους εμφανίζεται είναι οι εξής: «-έχh’», «-ούχ’ ή -ούχh’», «-éχ’ ή -éχh’», «-ήχh’», «-άχ’ ή -άχh’», «-λούχ’ ή -λούχh’», «-λéχh’», «-λάχ’ ή -λάχh’», «-τούχh’», «-τéχh’».[9] Το σύμφωνα «λ» και «τ», που εμφανίζεται, προ της εν λόγω κατάληξης, είναι ευφωνικό πρόσφυμα. Όλοι δε οι εν λόγω τύποι του «ἐχh’», αντιστοιχούν με τις εξής καταλήξεις ουσιαστικών της Ελληνικής: 1). -«-οχος», π.χ. «ἡνίοχος», «γαιήοχος», κ.λ.π., 2). -«-οῦχος», π.χ. «μερισματοῦχος», «συνταξιοῦχος», «δικαιοῦχος», «ζαχαροῦχος», «κληροῦχος», κ.λ.π., 3). -«-ούκι», π.χ. «σεντούκι», «μπουλούκι», «χαστούκι», «λούκι», κ.λ.π., 4).-«-λίκι», π.χ. «χαρτζιλίκι», «δασκαλίκι», «καλαμπαλίκι», «υπαλληλίκι», κ.λ.π. Την υπόψη κατάληξη, με την ίδια ακριβώς σημασία, την συναντούμε επίσης και ως «-έχ» ή ως «-έξ» (αγγλιστί, «-ex») σε διάφορα προϊόντα, όπως καθαρισμού, βαφής, ένδυσης, υπόδησης, κ.λ.π., (π.χ. «Χρωτέχ», «Κλινέξ», «sportex», λαστέξ, «vitex», κ.λ.π.).
Στην Μυσhιώτικη γλώσσα, είναι πολλές οι λέξεις που λήγουν σε «-αχh’» ή «-λαχh’» (όπου το «λ» είναι ευφωνικό πρόσφυμα), όπως: «τσhαρdάχh’» (= τσαρδάκι), «τσhιτλάχh’» (= σούστα κουμπώματος, μεταλλικό είδος κουμπώματος γυναικείων ρούχων), «πhουτράχh’» (= ζιζάνιο του αγρού με την κοινή ονομασία «κολλιτσίδα»), «χορτλάχh’» (= βρυκόλακας, στοιχειό, μεταφορικά ο γέρος ή η γριά πολύ μεγάλης ηλικίας και σε άσχημη σωματική κατάσταση), «πhατλάχh’» (= καρπός αυτοφυούς φυτού, αλλά και δένδρου, ο οποίος μοιάζει σαν μια μικρή φούσκα, με ημιδιάφανο περίβλημα, που όταν πιέζεται σκάει, αφήνοντας τον ήχο «πhάτ»), «τhακeρdάχh’» (= παξιμάδι, φρυγανιά), κ.λ.π.
Αφαιρώντας το παραπάνω συνθετικό κατάληξης «-άχh’», από το «γωνάχh’», μας μένει το κυρίως θέμα αυτού, που είναι το «γων-» ή το «γωνα-».Ερευνώντας τα λεξικά της Ελληνικής γλώσσας, βρίσκουμε τις παρακάτω σχετικές λέξεις, οι οποίες είτε έχουν ως θέμα τους το «γων-» ή «γωνα-», είτε το υπόψη θέμα προκύπτει από αυτές. Οι λέξεις αυτές, με βάση την ακριβή τους σημασία, καθώς και με βάση τους κανόνες σχηματισμού των λέξεων της «Μυσhιώτικης γλώσσας», μας οδηγούν ακολούθως στο «έτυμον» του «γωνάχh’», και εξ αυτού στο «κονάκι» της δημοτικής:
-«γουνῷ» = γονίμῳ τόπῳ.[10]
-«γουνός» = μέρος τοῦ ἐδάφους ὑψωμένον, ὑψωμα, βουνό.[11]
-«γῶνορ» = γωνία. Λάκωνες.[12]
-«γῶνος» (= γουνός. ἕδος).[13] Όμως η λέξη, το «ἔδος» = τόπος ἔνθα δύναται τις νά καθίσῃ, οἷον ἕδρα, κάθισμα, κ.λ.π., διαμονή, κατοικία, ἐνδιαίτημα, ἰδίως τῶν θεῶν.[14]
-«κονάκι» (= ἐνδιαίτημα, κατοικία, κατάλυμα, στην Τουρκία το διοικητήριον).[15] Η λέξη αναφέρεται στο Λεξικό του Δ. Δημητράκου, ως λέξη Τουρκική.
-«κῶνος» (= περικεφαλαία, ὁ τῆς πίτυος καρπός. καί παρά τοῖς γεωμέτραις σχῆμα τι στερεόν. και στρόβιλος).[16] Η δε λέξη «στρόβιλος» (= παν περιεστραμμένο, εστρωγγυλωμένον ή περιστρεφόμενον, κώνος της πίτυος, κουκουνάρα).[17]
-«Κῶνος» = τόπος ἐν Κλαζομεναῖς.[18]
-«κυνῆ» = περικεφαλαία, πέτασος, πίλος Αρκαδικός. ἤ οἰκία.[19]
-«ὦναξ» = ὤ, δέσποτα, ὦ ἄναξ.[20]
-«ᾠόν» (= τὀ ὑπερῷον, παρά Λάκωσι).[21] Όμως, το ουσιαστικό, το «ὑπερῷον» = τό ἀνώτερον μέρος τῆς οἰκίας, ὁ ἀνώτατος ὄροφος ἤ διαμέρισμα, τό ἀνώτατον πάτωμα, ἔνθα κυρίως διέμενον οἱ γυναῖκες.[22]
Από τις παραπάνω λέξεις, ιδιαίτερο ενδιαφέρον, λόγω της σημασίας τους, η οποία μάλιστα προσεγγίζει ή και ταυτίζεται με την έννοια του «γωνάχh’», παρουσιάζουν οι ακόλουθες τρείς:
i. -«γῶνος» = ἕδος, δηλαδή, διαμονή, κατοικία, ἐνδιαίτημα, ἰδίως τῶν θεῶν, (κατ’ επέκταση, κατοικία πολυτελεστάτη, αφού αυτή είναι και για θεούς ακόμη, η οποία προφανώς είναι και υψηλή). Πέραν τούτου, η λέξη της δημοτικής, «γωνιά», που χρησιμοποιείται σήμερα, με την σημασία, «σπίτι, κατοικία, φωλίτσα ανθρώπων», δεν είναι τυχαία, αλλά σχετίζεται όχι τόσο με τον γεωμετρικό όρο «γωνία», αλλά με την εν λόγω λέξη «γῶνος». Άλλωστε, στην Σινασό της Καππαδοκίας, αναφέρεται η λέξη «γωνιά» = ἡ γωνιά καί γενικῶς ὁ οἶκος.[23]
ii. -«ᾠόν» (= τὀ ὑπερῷον). Είναι λέξη που χρησιμοποιούσαν οι Λάκωνες και σημαίνει τό ἀνώτερον μέρος τῆς οἰκίας, ὁ ἀνώτατος ὄροφος ἤ διαμέρισμα, τό ἀνώτατον πάτωμα.
iii. -«κυνῆ» = οἰκία.
Ύστερα από τις παραπάνω πληροφορίες, γίνεται αντιληπτό ότι το «γωνάχh’» είναι λέξη σύνθετη. Έχει, ως πρώτο συνθετικό, το θέμα «γων-», προερχόμενο, αντίστοιχα, είτε από την λέξη «γῶνος», είτε από την λέξη «ᾠόν», είτε από το θέμα «κυν-» της λέξης «κυνῆ», (όπως θα δούμε πιο κάτω στον σχηματισμό του «γωνάχh’»).
Ως δεύτερο συνθετικό, έχει το «-αχh’» (= έχει, περιέχει, κ.λ.π.), που, όπως προαναφέραμε, σχηματίζεται από το «ἔχει», ως εξής: ἔχει > έχh’, λόγω απόρριψης του άτονου καταληκτικού «ει», με ταυτόχρονη τροπή του «χ», που προηγείται, σε «χh» δασύ (παχύ),[24] και > αχh’, λόγω τροπής του «ε» σε α».[25]
Ο σχηματισμός του «γωνάχh’».
Το «γωνάχh’» σχηματίζεται με τους εξής τρείς διαφορετικούς τρόπους:
(1).Πρώτος τρόπος:
Σχηματίζεται από την σύνθεση του θέματος «γων-», της παραπάνω λέξης «γῶνος», καθώς και από το συνθετικό κατάληξης «-άχh’».
Η σύνθεση των στοιχείων αυτών σημαίνει: «έχει, περιέχει, κατοικία», «περιέχει κατοικία (και μάλιστα πολυτελείας, όταν είναι για θεούς)».
Σχηματισμός: γων- + άχh’ > γωνάχh’.
(2).Δεύτερος τρόπος:
Σχηματίζεται από την σύνθεση της παραπάνω λέξης «ᾠόν», καθώς και από το συνθετικό κατάληξης «-άχh’».
Η σύνθεση των στοιχείων αυτών σημαίνει: «έχει ὑπερῷον, έχει πιο πάνω όροφο, έχει και πάνω πάτωμα».
Σχηματισμός: ᾠόν + άχh’ > γῳονάχh’, λόγω προφοράς της ψιλής ως «γ»,[26] και > γωνάχh’, λόγω συνεκφοράς των συνεχόμενων «ωο», ως «ω».
(3).Τρίτος τρόπος:
Σχηματίζεται από την σύνθεση του θέματος «κυν-», της παραπάνω λέξης «κυνῆ», καθώς και από το συνθετικό κατάληξης «-άχh’».
Η σύνθεση των στοιχείων αυτών σημαίνει: «έχει, περιέχει, οικία». Στην περίπτωση αυτή, η λέξη σχηματίζεται με τους εξής τρείς τρόπους:
Σχηματισμός α΄: κυν- + άχh’ > γονάχh’, λόγω τροπής του «υ» σε «ο»,[27] με ταυτόχρονη τροπή του αρχικού «κ» σε «γ».[28]
Στην περίπτωση αυτή, η εν λόγω λέξη ορθογραφικά γράφεται με «ο» και όχι με «ω».
Σχηματισμός β΄: κυν- + άχh’ > γουνάχh’, λόγω τροπής του αρχικού «κ», σε «γ», (όπως και προηγουμένως), με ταυτόχρονη τροπή του «υ», σε «ου»,[29] και > γωνάχh’, λόγω τροπής του «ου», ως «ω».[30]
Σχηματισμός γ΄: κυν- + άχh’ > γωνάχh’, λόγω τροπής του «υ» σε «ω»,[31] με ταυτόχρονη τροπή του αρχικού «κ» σε «γ», όπως και πιο πάνω.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Από την παραπάνω ανάλυση, αποδεικνύεται η ελληνικότητα της λέξης ««γωνάχh’». Η ίδια αυτή λέξη υπάρχει στην Τουρκική γλώσσα, ως «konak» (= αρχοντικό, αρχοντόσπιτο, έπαυλη, μέγαρο),[32] που θεωρώ ότι πρόκειται για λέξη «δάνειο», την οποία έχει πάρει από την Μυσhιώτικη γλώσσα, απ’ όπου θεωρώ ότι σχηματίστηκε, ως εξής: γωνάχh’, > κωνάκ’, λόγω τροπής του αρχικού «γ», ως «κ»,[33] με ταυτόχρονη τροπή του καταληκτικού «χh», σε «κ»,[34] και > «konak», λόγω γραφής της λέξης, με τουρκικούς χαρακτήρες, όπου δεν υπάρχει το «ω», παρά μόνον το «ο». Από την λέξη «konak», προκύπτει και η σημερινή Τουρκική ονομασία «Konakli», του άλλοτε χωριού των προγόνων μου «Μυσhτή» Καππαδοκίας.
Κατόπιν των ανωτέρω, το ουσιαστικό της δημοτικής «κονάκι» (= ένδιαίτημα, κατοικία, κατάλυμα),[35]δεν είναι λέξη Τουρκική, όπως αναφέρεται, αλλά λέξη «αντιδάνειο», τουτέστιν λέξη Ελληνική, την οποία πήρε κάποτε η Τουρκική γλώσσα, και επέστρεψε πάλι πίσω με τις όποιες τροποποιήσεις εν τω μεταξύ υπέστη. Αντιδάνεια είναι επίσης και οι τύποι της ονομασίας του υπόψη ουσιαστικού, ως «κονάκιν» και «κονάκ’», όπως λέγεται σε περιοχές του Πόντου.
Τέλος, η εν λόγω λέξη, στην υπάρχουσα σχετική βιβλιογραφία, αναφέρεται, αντίστοιχα ως εξής:
(α). Στο Μέγα Λεξικό του Δ. Δημητράκου, αναφέρεται ως «κονάκι» (= ένδιαίτημα, κατοικία, κατάλυμα),[36] καθώς και ότι είναι λέξη Τουρκική.
(β). Στην Σινασό, αναφέρεται το σχετικό ουσιαστικό, η «γωνιά» = ἡ γωνιά και γενικῶς ὁ οἶκος.[37]
(γ). Στην Αξό, αναφέρεται ως το «γονάχ» (= παλάτι, κατάλυμα), καθώς και ότι προκύπτει από την Τουρκική λέξη «konak».[38]
(δ). Στο Ουλάγατς, αναφέρεται ως dό «gονάκ» (= παλάτι), καθώς και ότι προκύπτει από την Τουρκική λέξη «konak».[39]
(ε). Στα Φάρασα, αναφέρεται ως το «γονάχι» (= μέγαρο, παλάτι, κονάκι), καθώς και ότι προκύπτει από την Τουρκική λέξη «konak».[40]
(στ). Στον Πόντο, γενικά, αναφέρεται ως το «κονάκιν» (= οἰκία μεγαλοπρεπής, ἀνάκτορον, διοικητήριον). Η ίδια λέξη κατά περιοχές αναφέρεται επίσης και ως εξής: Στα Σούρμενα, στην Τραπεζούντα και στην Χαλδία, ως το «κονάκ’». Στην Χαλδία επίσης και ως «γονάχ’» και ως «γονάχιν». Επίσης, αναφέρεται και ότι αυτή προκύπτει από την Τουρκική λέξη «konak».[41]
(ζ). Στο βιβλίο με τίτλο «ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΟΥ ΜΙΣΤΙ», η εν λόγω λέξη αναφέρεται ως «γονάχ» (= έπαυλη, παλάτι), καθώς και ότι προέρχεται από την Τουρκική λέξη «konak» (= παλάτι-έπαυλη).[42]
(η). Στο βιβλίο με τίτλο «MICTI ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ», η εν λόγω λέξη αναφέρεται ως «γονάχ» (= σπίτι, δωμάτιο, κατάλυμα), καθώς και ότι προκύπτει από την Τουρκική λέξη «konak».[43]
(θ). Στο βιβλίο με τίτλο «ΤΟ ΜΙΣΤΙ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ», η εν λόγω λέξη αναφέρεται ως «γονάχ» (= ανώγιο), καθώς και ότι προκύπτει από το Τουρκικό «konak».[44]
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Ο φθόγγος «χh», είναι φθόγγος της Μυσhιώτικης γλώσσας, που δεν υπάρχει στην Ελληνική. Είναι ένας από τους 18 επιπρόσθετους φθόγγους, που έχει η γλώσσα μας, οι οποίοι αναλύονται πλήρως και με όλους τους κανόνες που ισχύουν γι’αυτούς, στο 5τομο έργο μου, με τίτλο «Ο Γλωσσικός Κώδικας της Μυστής Καππαδοκίας», του οποίου ο πρώτος Τόμος, θα είναι πολύ σύντομα διασέσιμος στους αναγνώστες. Το «χh» προφέρεται με αρκετά βαρειά προφορά, η οποία είναι ακόμη πιο βαρειά και από το «χ» των Ελληνικών λέξεων «χάος», «χαμένος», «χαντάκιι», «χουρμάς», κ.λ.π. Κατά την εκφορά του, αισθανόμαστε μάλιστα να ενοχλείται λίγο ο λάρυγγάς μας.
[2] Ο φθόγγος «σh», που δεν υπάρχρει στην Ελληνική, είναι το σύμφωνο «σ», που προφέρεται με δασεία (παχειά) προφορά.
[3] Λαβδάς, 2025, 91: Βλέπε στην σελ. 91 την Υποσημείωση 290, όπου αναλύεται η ονομασία του Τουρκικού χωριού «Konakli», όπως ονομάζεται πλέον η άλλοτε «Μυσhτή» των προγόνων μας. Η ονομασία «Konakli» ετυμολογικά προκύπτει από την λέξη «γωνάχh’» της Μυσhιώτικης γλώσσας, όπως θα δούμε πιο κάτω στο παρόν άρθρο.
[4] Το πρόσφυμα «j» είναι σημαντικός και απαραίτητος φθόγγος, για την γραπτή απόδοση της Μυσhιώτικης γλώσσας. Αναλύεται εκτενώς, στην εργασία μου με τίτλο «Ο Γλωσσικός Κώδικας της Μυστής Καππαδοκίας», στον Τόμο Β’ αυτής, με τίτλο «οι Φθόγγοι», που θα δημοσιευθεί περίπου στις αρχές του 2026.
[5] Στην Μάνδρα, λίγο μετά από την εγκατάσταση και τακτοποίηση των προγόνων μας, τα περισσότερα σπίτια, που χτίστηκαν, ήταν ισόγεια, όπως π.χ. του παππού μου του «Λαβdά Γιωρικά». Χτίστηκαν, όμως, και κάποια «γωνάχh-jια», από πιο ευκατάστατες οικογένειες, όπως της γιαγιάς μου, της Ελένας (= Ελένη Μακρίδου του Ανέστη), που ήταν η «Γαρά-Ανέστ’ κόρ’» = η κόρη του ισχυρού (ή του μελαχροινού) Ανέστη.
[6] Το ουσιαστικό αυτό είναι: «αναβασhί’ι ή αναβασhία» (γεν. = «αναβασhίας», πληθ. = «αναβασhίεις») = σκαλοπάτι, κλίμακα, σκάλα σταθερή (κτιστή), όχι φορητή. Ετυμολογικά προκύπτει από το αρχαίο ρήμα «ἀναβαίνω». Το εν λόγω ουσιαστικό αναφέρεται τόσο για την άνοδο, όσο και για την κάδοθο. Ο αντίστοιχος όρος, που να δηλώνει κάθοδο, έχει διασωθεί στα Φάρασα, ως «καταβασίδι» = το σκαλί, το σκαλοπάτι, (Ανδριώτης Ν. Π., 1948, 60: Βλέπε την λ. «καταβασίδι»).
[7] Ο φθόγγος «τσh», αντιστοιχεί με το «τσ» της δημοτικής, αλλά όμως με δασεία (με παχειά) προφορά.
[8] Faruk Tuncay – Λ. Καρατζάς, (Τουρκο-Ελληνικό λεξικό), 2000, 436: Βλέπε την λ. «konak».
[9] Λαβδάς, 2025, (Οι Φθόγγοι), 406-425: Βλέπε όλη την παράγραφο 145. (Το βιβλίο είναι υπό άμεση έκδοση)
[10] Ησυχίου Αλεξανδρέως, (Λεξικό).
[11] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964.
[12] Ησυχίου Αλεξανδρέως, (Λεξικό).
[13] Ησυχίου Αλεξανδρέως, (Λεξικό).
[14] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε τις υπ’ αριθμ. 1 και 2 ερμηνείες της λ.
[15] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε τις υπ’ αριθμ. 1 και 2 ερμηνείες της λ.
[16] Ησυχίου Αλεξανδρέως, (Λεξικό).
[17] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε τις υπ’αριθμ. 1 και 5 ερμηνείες της λ.
[18] Ησυχίου Αλεξανδρέως, (Λεξικό).
[19] Ησυχίου Αλεξανδρέως, (Λεξικό).
[20] Ησυχίου Αλεξανδρέως, (Λεξικό).
[21] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε την υπ’ αριθμ. 8 ερμηνεία της λ.
[22] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε την υπ’αριθμ. 1 ερμηνεία της λ.
[23] Αρχέλαος Σαραντίδης, 1899, 233: Βλέπε την λ. «Γωνιά».
[24] Πρόκειται για σημαντικό ρηματικό κανόνα της Μυσhιώτικης γλώσσας, με συγκεκριμένες εξαιρέσεις, οι οποίες αναφέρονται σε σχετικό κεφάλαιο της ανέκδοτης εισέτι Γραμματικής μου. Για παράδειγμα, τα ακόλουθα ρήματα, στον ενικό της Οριστικής Ενεστώτος, κλίνονται αντίστοιχα ως εξής: Το ρήμα «βρέχου» (= βρέχω, ρίχνω βροχή): «βρέχου, βρέχh-εις, βρέχh’». Το ρήμα «τρέχου»: «τρέχου, τρέχh-εις, τρέχh’». Το ρήμα «κλώχου ή κλώ’ου» (= κλώθω, γυρίζω, περιστρέφομαι, περιστρέφω, κ.λ.π.): «κλώχου ή κλώ’ου, κλώχh-εις ή κλώ’εις, κλώχh’ ή κλώ’ει», κ.λ.π.
[25] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε, για την τροπή του «ε» σε «α», την υπ’ αριθμ. 1 και 9 Σημείωση, της ανάλυσης του γράμματος «Ε, ε, ἔ ψιλον».
[26] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε, για την ανάπτυξη του φθόγγου «γ», στην αρχή των λέξεων που αρχίζουν από φωνήεν, ήδη από την εποχή του Ομήρου, την υπ’αριθμ. 2 ανάλυση του γράμματος «Γ, γ, γάμμα».
[27] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε, για το ότι το «υ» τρέπεται σε «ο», την Σημείωση 5 και 6, στην ανάλυση – αλλοιώσεις, του γράμματος ύψιλον, «Υ, υ».
[28] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε, για την τροπή του «κ», σε «γ», την Σημείωση 3, της ανάλυσης του γράμματος «Κ, κ, κάππα».
[29] Το φαινόμενο προφοράς του «υ», ως «ου», είναι πολύ σύνηθες στην Μυσhιώτικη γλώσσα, το συναντούμε επίσης και στην δημοτική, όπου το δίχρονο φωνήεν ύψιλον, «υ», προφέρεται είτε ως «ι», όπως π.χ. στην λέξη «λύκος», είτε ως «ου», όπως π.χ. στις λέξεις «τύμβος > τούμπα», «τύμπανο > τούμπανο», «Γαρυφαλιά > Γαρουφαλιά», «ξυράφι > ξουράφι», «πίτυρα > πίτουρα», «τρύπα > τρούπα», «τρυπώνω > τρουπώνω», κ.λ.π.
[30] Για το αντίστροφο γλωσσικό φαινόμενο, ήτοι για την τροπή του «ω» σε «ου», στα βόρεια νεοελληνικά ιδιώματα, στην αρχαία Λακωνική, καθώς και στην Τσακωνική, βλέπε την Σημείωση 7, στην ανάλυση του γράμματος «Ω, ω, ὦ μέγα ή ὠμέγα», στο [Δημητράκος, (Λεξικό), 1964].
[31] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε, για το ότι στην Βοιωτική διάλεκτο, υπάρχει το «υ», αντί του «ω», την Σημείωση 8, στην ανάλυση – αλλοιώσεις, του γράμματος ύψιλον, «Υ, υ», της αλφαβήτου.
[32] Faruk Tuncay – Λεων. Καρατζάς, (Τουρκο-Ελληνικό Λεξικό), 2000, 436: Βλέπε την λ. «konak».
[33] Η τροπή του «γ», σε «κ», (και δη όταν αυτό είναι αρχικό), είναι συχνό γλωσσικό φαινόμενο, στην Μυσhιώτικη γλώσσα. Η τροπή αυτή δεν είναι κάτι το άγνωστο στην αρχαία Ελληνική, αφού εκεί έχουμε την περίπτωση τροπής του «γ» σε «κ», πρό του «ν», [Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε την Σημείωση 6, της ανάλυσης του γράμματος «Γ, γ, γράμμα»].
[34] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε, για την αντικατάσταση του «χ» από το «κ», στην Ιωνική διάλεκτο, την Σημείωση 6, της ανάλυσης του γράμματος «Χ, χ, χ(εῖ)».
[35] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964.
[36] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964.
[37] Αρχέλαος Σαραντίδης, 1899, 233: Βλέπε την λ. «Γωνιά».
[38] Μαυροχαλυβίδης Γ. – Κεσισόγλου Ι., 1960, 136: Βλέπε την λ. «γονάχ».
[39] Κεσισόγλου Ι., 1951, 102: Βλέπε την λ. «gονακ».
[40] Αναστασιάδης, (Ανάρτηση στο διαδίκτυο), 1979, 63: Βλέπε την λ. «γονάχι».
[41] Παπαδόπουλος Α., 1958, (Τόμ. 1ος), 461: Βλέπε την λ. «κονάκιν».
[42] Κοτσανίδης, 2004, 80, 161: Βλέπε την λ. «Έπαυλη» στην σελ. 80, καθώς και την λ. «Παλάτι» στην σελ. 161.
[43] Κοιμισόγλου, 2006, 208: Βλέπε την λ. «γονάχ = σπίτι, δωμάτιο, κατάλυμα, < τουρκ. konak».
[44] Κωστάκης, 1977, (Τόμ. I), 59: Βλέπε την λ.»γονάχ» και την Σημείωση 3, στην σελ. 59.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αναστασιάδης, Βασ. 1979. Τουρκικές Λέξεις στο Φαρασιώτικο Ιδίωμα, Γρεβενά : Αναρτημένη στην Ιστοσελίδα :
Ανδριώτης Ν. Π., 1948. Το Γλωσσικό Ιδίωμα των Φαράσων, Αθήνα : COLLECTION DE L’ INSTITUT FRANCAIS D’ ATHÈNES, ΜΟΥΣΙΚΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ, ΑΡΧΕΙΟ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ, ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΕΛΠΩΣ ΜΕΡΛΙΕ, Τόμος 4, ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ.
Αρχέλαος Σαραντίδης Ι., 1899. Η Σινασός, Αθήνα : Τυπογραφείον Ι. Νικολαΐδου.
Δημητράκος, Δ. 1964. Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης, Αθή-να : Εκδοτικός Οργανισμός «Ελληνική Παιδεία».
Ησυχίου του Αλεξανδρέως, Λεξικό : εκδόσεις ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, (Αναστατική Έκδοσις Αθήνα 1975).
Κεσισόγλου Ι. Ι., 1951. Το Γλωσσικό Ιδίωμα του Ουλάγατς, Αθήνα : Κ.Μ.Σ.
Κοιμισόγλου Συμ., 2006. Μιστί Καππαδοκίας, Θεσσαλονίκη : Εκδόσεις «ναῦς», ILP productions.
Κοτσανίδης Λαζ. 2004. Το Γλωσσικό Ιδίωμα του Μιστί. Εκδόσεις, Γνώμη Κιλκίς – Παιονίας.
Κωστάκης Π. Θαν., 1977. Το Μιστί της Καππαδοκίας, (Τόμ. I και II), Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.
Λαβδάς Γ., 2025. Η Μυστή της Καππαδοκίας, η αποκατάσταση της αλήθειας, περί της ονομασίας αυτής.Η ονομασία των κατοίκων της και της γλώσσας αυτών. Λάρισα.
Μαυροχαλυβίδης Γ. – Κεσισόγλου Ι. Ι., 1968. Το Γλωσσικό Ιδίωμα της Αξού, Αθήνα : Εκδότης, Κ.Μ.Σ.
Παπαδόπουλος, Α. Ανθ., 1958. Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέ-κτου, (Επιτροπή Ποντιακών Μελετών), Τόμ. 1ος (Α-Λ), Αθήνα : Τυπογρα-φείον Μυρτίδη.
Faruk Tuncay – Καρατζάς Λεων., 2000. Τουρκο-Ελληνικό Λεξικό, Αθήνα : Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού.
***

