Press ESC to close

Η ελληνικότητα της Μυσhιώτικης λέξης «τσhυράχους» (= τσιράκι)

Γεώργιος Λαβδάς.

 

Στο βιβλίο μου, με τίτλο «Η ΜΥΣΤΗ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ, η αποκατάσταση της αλήθειας  περί της ονομασίας αυτής. Η ονομασία των κατοίκων της και της γλώσσας αυτών» και στο κεφάλαιο αυτού με θέμα «Λέξεις της Μυσhιώτικης γλώσσας, οι οποίες αναφέρονται ως Τουρκικές», αναφέρω μεταξύ άλλων και την Τουρκική λέξη «çirak» (= μαθητευόμενος, ασκούμενος, βοηθός τεχνίτης, τσιράκι),[1] η οποία προέρχεται από το ουσιαστικό της Μυσhιώτικης γλώσσας, «τσhυράχους» (= τσιράκι, βοηθός, υπηρέτης, υπηρέτης μαθητευόμενος, δούλος).[2] Την απόδειξη περί αυτού, επαναλαμβάνω και εδώ στο σημερινό μας άρθρο, για την ανάδειξη της ελληνικότητάς της.

Το Τουρκικό ουσιαστικό «çirak», από το οποίο προκύπτει και ο Τουρκικός όρος «aǧa çiraǧi», που προφέρεται ως «αγά τσιραγή» (= οι βοηθοί, τα τσιράκια των ανώτερων αξιωματικών των γενιτσάρων),[3] σχηματίζεται από το θέμα «τσhυράχ-», του ουσιαστικού της Μυσhιώτικης γλώσσας, «τσhυράχους»[4] (= τσιράκι, βοηθός, υπηρέτης, υπηρέτης μαθητευόμενος, δούλος), ως εξής: τσhυράχ-, > τσhυράκ’, λόγω τροπής του καταληκτικού «χ», σε «κ»,[5] και > çirak, λόγω γραφής της λέξης με τουρκικούς χαρακτήρες.

Το υπόψη ουσιαστικό, στην γλώσσα μας κλίνεται ως εξής:

Ενικός αριθμός: ονομαστική = «τσhυράχους», γεν.= «τσhυραχ-jιού», αιτιατ. και κλητ. = «τσhυράχου». Πληθυντικός αριθμός: ονομ. και αιτιατ. = «τσhυράχουϊα ή τσhυράχ-jια ή τσhυράχ’», γεν. = τσhυραχ-jιούς».[6]

Το πρόσφυμα «j»[7]  στην εν λόγω λέξη προφέρεται ως «χ», καθώς προηγείται αυτού το σύμφωνο «χ», οι δε λέξεις αντίστοιχα, ως «τσhυραχ-χιού», «τσhυράχ-χια» και «τσhυραχ-χιούς».

Πολλοί είναι εκείνοι που μέχρι τώρα θεωρούν, τόσον την λέξη της δημοτικής «τσιράκι» (= ὁ μαθητευόμενος ἔν τινι τέχνῃ, κ.λ.π.),[8]   όσον και την Μυσhιώτικη λέξη «τσhυράχους», ως προερχόμενες από το Τουρκικό «çirak», ενώ ισχύει ακριβώς το αντίστροφο. Τούτο δε διότι, ετυμολογικά, το ουσιαστικό «τσhυράχους»[9] είναι λέξη σύνθετη, που σχηματίζεται από τα εξής τρία συνθετικά στοιχεία  :

(i). Aπό το «κυρ-» του επιθέτου ο «κύριος» (= ο εξουσιαστής, ο δεσπότης, ο κτήτωρ, ο αφέντης, το αφεντικό),[10] που προκύπτει από το ουσιαστικό το «κῦρος» (= δύναμις, ισχύς),[11] το οποίο στο Λεξικό του Ησυχίου αναφέρεται ως «κῦρος» = έξουσία.[12]

(ii). Από το θέμα «ἔχ-», του ρήματος «ἔχω».[13]

(iii). Από την κατάληξη «-ους», που είναι για ουσιαστικά αρσενικού γένους της Μυσhιώτικης γλώσσας και που σχηματίζεται από την κατάληξη «-ος», των ουσιαστικών αρσενικού γένους της Ελληνικής, λόγω τροπής του άτονου «ο», ως «ου»,[14] (όπως π.χ. «λύκος > λύκους», «διάβολος > dιάβ’λους», «Πρόδρομος > Πρόϊμους», «λαβή, λάβος > λάβους», «Τούρκος > Τhούρκους», κ.λ.π.).[15]

Η σύνθεση των παραπάνω τριών αυτών στοιχείων σημαίνει: «αυτός που έχει κύριο, αυτός που έχει αφέντη, αυτός που έχει αφεντικό, αυτός που έχει κάποιον ο οποίος τον εξουσιάζει», δηλαδή, ο δούλος, το «τσιράκι».

Σχηματισμός: κυρ- + έχ- + -ους, > τσυρέχους, λόγω προφοράς του αρχικού «κ», ως «τσ», που είναι πολύ συχνό γλωσσικό φαινόμενο της γλώσσας μας,[16] όπως και άλλων περιοχών της Ελλάδος (Κρήτη, Αιγαίο, Τσακωνιά),[17] και > τσhυράχους, λόγω τροπής του «ε», σε «α», που είναι γλωσσικό φαινόμενο γενικά της Ελληνικής γλώσσας,[18] με ταυτόχρονη τροπή του αρχικού «τσ», σε «τσh» δασύ (παχύ). Σημειωτέον, ότι την τροπή του συνθετικού κατάληξης «εχh’», (που προκύπτει από το «ἔχει» του ρήματος «ἔχω»), σε «αχh’», την έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο μας άρθρο, με θέμα: Η ανάλυση της λέξης γωνάχh’»[19] της Μυσhιώτικης γλώσσας,[20] που στην δημοτική λέγεται «κονάκι».

ΣΧΟΛΙΟ: Από την παραπάνω ανάλυση, αποδεικνύεται, αφ’ ενός μεν, η ελληνικότητα της Μυσhιώτικης λέξης «τσhυράχους», αφ’ ετέρου δε, ότι η Τουρκική λέξη «çirak» είναι λέξη «δάνειο», από την εν λόγω Μυσhιώτικη. Το «çirak» σχηματίζεται, λοιπόν, από το θέμα «τσhυράχ-» του «τσhυράχους», λόγω γραφής του μεν φθόγγου «τσh» ως «ç», του  δε «υ» ως «i», καθώς και λόγω τροπής του καταληκτικού «χ», ως «κ», που είναι γλωσσικό φαινόμενο και της Ελληνικής.[21]

Αντίστοιχα, η λέξη της δημοτικής «τσιράκι» σχηματίζεται, είτε ως «αντιδάνειο» από το Τουρκικό «çirak», είτε και αυτό από το ίδιο θέμα «τσhυράχ-», λόγω τροπής του καταληκτικού «χ», ως «κ».

Παρά τα ανωτέρω, σε αρκετά βιβλία, αναφέρεται ότι η εν λόγω λέξη προκύπτει από την Τουρκική λέξη «çirak». Πρόκειται βεβαίως για αντιστροφή της πραγματικότητας. Άλλωστε, οι λέξεις «κύριος», απ’ όπου προκύπτει και το ρήμα «κυριεύω» (= εἶμαι κύριος, ἄρχων, ἔχω την ἐξουσίαν),[22] «κῦρος» (= ἐξουσία),[23] κ.λ.π., είναι λέξεις κατά πολύ προγενέστερες της εμφάνισης των Τούρκων, στην περιοχή της κεντρικής Μ. Ασίας, όπου ζούσαν οι πρόγονοί μας.

Τέλος, στην υπάρχουσα σχετική βιβλιογραφία, η εν λόγω λέξη αναφέρεται, αντίστοιχα, ως εξής:

(α). Στο Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, του Δ. Δημητράκου,  η λέξη της δημοτικής «τσιράκι» (= ὁ μαθητευόμενος ἔν τινι τέχνῃ, κ.λ.π.), αναφέρεται ως λέξη Τουρκική.[24]  Προφανώς, εάν  η λέξη γραφόταν, ως «τσυράκι», ίσως διευκόλυνε στην ανεύρεση του ετύμου αυτής.

(β). Στην Σινασό, η εν λόγω λέξη αναφέρεται, ως «τσhηράχh» (= ὑπηρέτης ἤ μαθητευόμενος ὑπηρέτης, εἶναι λέξη Τουρκική, ἴσως ὅμως καί Περσική. Ἦταν ὁ τελευταῖος βαθμός τοῦ ἔμμισθου ἤ ἄμισθου ὑπηρέτη σ’ ἕνα σπίτι ἤ σ’ ἕνα μαγαζί γιά ἕνα χρόνο ἤ για περισσότερα χρόνια, μέ ὕπνο, φαγί κ’ ἐνδυμασία ἤ καί μέ πληρωμή. Στα τελευταῖα χρόνια το λέγανε και «παραπάϊδ’ ἤ δοῦλα» μέ τήν ἴδια σημασία τοῦ «τσhηράχh’» και ὄχι τοῦ παλαιοῦ δοῦλος ἤ δοῦλα).[25]

(γ). Στην Αξό, η εν λόγω λέξη αναφέρεται, ως το «τσhιράχ» (= τσιράκι, ὑπάλληλος για ὁρισμένο χρονικό διάστημα), καθώς και ότι αυτή προκύπτει από την Τουρκική λέξη «çirak».[26]

(δ). Στο Ουλάγατς, η εν λόγω λέξη αναφέρεται ως dό «τσhιράκ» (= ὑπάλληλος), καθώς και ότι αυτή προκύπτει από την Τουρκική λέξη «çirak».[27]

(ε). Στην Ανακού,  η εν λόγω λέξη αναφέρεται ως «τσιράκ» (= αυτός που εργάζεται ως μαθητευόμενος), καθώς και ότι αυτή προκύπτει από την Τουρκική λέξη «çirak» ( = μαθητευόμενος).[28]

(στ). Στα Φάρασα, η εν λόγω λέξη αναφέρεται ως  ο «τσhιράχος» (= ὑπηρέτης), καθώς και ότι αυτή προκύπτει από την Τουρκική λέξη «çirak».[29]

(ζ). Στον Πόντο, (Κερασούντα και Τρίπολη), η εν λόγω λέξη αναφέρεται με άλλη σημασία, δηλαδή ως το «τσhιράκιν» (=   βαφτισιμιός, ἀναδεκτός). Η ίδια αυτή λέξη, στην Χαλδία, αναφέρεται ως «τσhιράκ’» ή ως «τσhιράχ’». Επίσης αναφέρεται και ότι αυτή προκύπτει από την Τουρκική λέξη «cirak» (= μαθητευόμενος ὑπάλληλος).[30]

(η). Στο βιβλίο, με τίτλο «MICTI ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ», η εν λόγω λέξη αναφέρεται, (σε μη ανάλογο αριθμό και με όχι ακριβή Μυσhιώτικη προφορά), ως «τσιράχ» (= υπηρέτης, υπάλληλος, τσιράκι), καθώς και ότι αυτή προκύπτει από την Τουρκική λέξη «cirak».[31]

(θ). Στο βιβλίο, με τίτλο «ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΟΥ ΜΙΣΤΙ», η εν λόγω λέξη αναφέρεται, ως «τσιράχους» (= υπάλληλος, όχι με την σημερινή σημασία του δημοσίου υπαλλήλου), καθώς και ότι αυτή προέρχεται από την Τουρκική λέξη «cirek» (= υπάλληλος).[32]

(ι). Στο βιβλίο με τίτλο «ΤΟ ΜΙΣΤΙ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ», το εν λόγω  ουσιαστικό αναφέρεται στον πληθυντικό, με ερμηνεία ενικού, ως «τσhιράχ’» (= ο υπηρέτης που έπαιρναν μερικοί να τους βοηθήσει στις δουλειές των χωραφιών), καθώς και ότι αυτή προκύπτει από την Τουρκική λέξη «çirak».[33]

(ια).  Στα Βουρλά της Σμύρνης, η εν λόγω λέξη αναφέρεται, ως το «τσιράκι» (= ὁ μαθητευόμενος σέ μιά τέχνη), καθώς και ότι αυτή είναι λέξη Τουρκική.[34]

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Faruk Tuncay –Καρατζάς, (Λεξικό), 2000, 147: Βλ. την λ. «çirak».

[2] Λαβδάς, 2025, 134 -137.

[3] Σαρρής Νεοκλής, (Τόμ. I), 233:  Βλέπε τον όρο «αγά τσιραγή» (aǧa çiraǧi), στην παράγρ. 1.4.6.

[4] Ο φθόγγος «τσh» προφέρεται, με το «σh» δασύ (παχύ), όπως π.χ. και στην ονομασία «Μυσhτή».

[5] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964 : Βλέπε για την αντικατάσταση του «χ» από το  «κ», στην Ιωνική διάλεκτο, την Σημείωση 6, της ανάλυσης του γράμματος χ(εῖ), «Χ, χ,».

[6] Η εν λόγω λέξη, σημασιολογικά, διαφέρει από την Μυσhιώτικη λέξη «πhισhτικός» = βοσκός ἐπί πληρωμῇ, πιστικός.

[7] Το πρόσφυμα «j», στην Μυσhιώτικη γλώσσα, είναι πολύ σημαντικός φθόγγος, ίδιας αξίας όπως και κάθε άλλος φθόγγος αυτής. Αναλύεται διεξοδικά, σε σχετικό κεφάλαιο, στον Τόμο Β’, του υπό ολοκλήρωση βιβλίου μου, με τίτλο «Ο Γλωσσικός Κώδικας της Μυστής Καππαδοκίας», που θα εκδοθεί στις αρχές του 2026.

[8] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε την λ. «τσιράκι».

[9] Το ουσιαστικό «τσhυράχους» κλίνεται ως εξής: ενικός/ονομ. = τσhυράχους, γεν.= τσhυραχ-jιού, αιτιατ. και κλητ. = τσhυράχου, πληθ./ονομ. και αιτιατ. = τσhυράχουϊα ή τσhυράχ-jια ή τσhυράχ’, πληθ./γεν. = τσhυραχ-jιούς»,  όπου το «j» προφέρεται, εδώ, ως «χ», καθώς προηγείται αυτού το «χ», η δε λέξη όπου αυτό υπάρχει, αντίστοιχα, ως «τσhυραχ-χιού», «τσhυράχ-χια», «τσhυραχ-χιούς».

[10]  Δημητράκος, (Λεξικό), 1964 : Βλέπε  τις υπ’ αριθμ. 1 και 8 ερμηνείες, της λ. «κύριος».

[11] Παπανικολάου, (Λεξικό Ρημάτων), 1962: Βλέπε στο ρήμα «κυριεύω» το επίθετο «κύριος», ότι προέρχεται από το ουσιαστικό «κῦρος», καθώς επίσης και το ρ. «κυρόω, -ῶ», όπου αναφέρεται το ουσιαστικό «κῦρος» (= δύναμις, ἰσχύς).

[12] Ησυχίου Αλεξανδρέως, (Λεξικό).

[13] Παπανικολάου, (Λεξικό Ρημάτων), 1962: Βλέπε το ρήμα «ἔχω» και το θέμα αυτού «ἔχ-».

[14] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964 : Βλ.  για την τροπή του «ο» σε «ου», τις Σημ. 1 και 4, στην ανάλυση του γράμματος «Ο, ο, ὁ μικρόν.

[15] Η τροπή της ελληνικής κατάληξης «-ος», σε «-ους», δεν ισχύει, για τα τοπωνύμια και για μερικά νεότερα κύρια ανδρικά ονόματα.

[16] Για παράδειγμα, οι ακόλουθες  Μυσhιώτικες λέξεις, των οποίων το αρχικό «τσh» σχηματίζεται από το αρχικό «κ», της αντίστοιχης Ελληνικής: «τσhί» (= κι, και), «τσhερί» (= κερί), «Τσhερετσή» (= Κυριακή, ημέρα της εβδομάδος), «Τσhερεκάς» (= Κυριάκος), «Τσhερετσίνα» (= Κυριακίνα, Κυριακή, γυναικείο όνομα), «τσhέραdου» (= κέρατο), «τσhεράσh» (= κεράσι), «τσhεντίζου ή τσhεντώ« (= κεντώ, κεντρίζω, κ.λ.π.), «Τσhύργια ‘λέησον !» (= Κύριε ελέησον), «Τσhύργια’ ‘σι Χριστέ μ’ !» (= Κύριος είσαι Χριστέ μου!),  κ.λ.π.

[17] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε,  για την προφορά του «κ», ως «τσ», στην Κρήτη, σε νησιά του Αιγαίου, καθώς και στην Τσακωνική διάλεκτο, την Σημ. 5, την ανάλυση του γράμματος της Ελληνικής αλφαβήτου, «Κ, κ, κάππα».

[18] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε,  για την τροπή του «ε» σε «α», την υπ’ αριθμ. 1 και 9, ανάλυση, του γράμματος «Ε, ε, ἔ ψιλον».

[19] Ο φθόγγος «χh», είναι φθόγγος της Μυσhιώτικης γλώσσας, που δεν υπάρχει στην Ελληνική. Είναι ένας από τους 18 επιπρόσθετους φθόγγους, που έχει η γλώσσα μας, οι οποίοι αναλύονται πλήρως και με όλους τους κανόνες που ισχύουν γι’ αυτούς, στο 5τομο έργο μου, με τίτλο «Ο Γλωσσικός Κώδικας της Μυστής Καππαδοκίας», του οποίου ο πρώτος Τόμος, θα είναι πολύ σύντομα διαθέσιμος στους αναγνώστες. Το «χh» προφέρεται με αρκετά βαρειά προφορά, η οποία είναι ακόμη πιο βαρειά και από το «χ» των Ελληνικών λέξεων «χάος», «χαμένος», «χαντάκι», «χουρμάς», κ.λ.π. Κατά την εκφορά του, αισθανόμαστε μάλιστα να ενοχλείται λίγο ο λάρυγγάς μας.

[20] Ο φθόγγος «σh», που δεν υπάρχει στην Ελληνική, είναι το σύμφωνο «σ», που προφέρεται με δασεία (παχειά) προφορά.

[21] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε για την αντικατάσταση του «χ» από το  «κ», στην Ιωνική διάλεκτο, την Σημείωση 6, της ανάλυσης του γράμματος «Χ, χ, χ(εῖ)».

[22] Παπανικολάου, 1964: Βλέπε το ρ. «κυριεύω» και την ερμηνεία αυτού, ως αμετάβατο ρήμα.

[23] Ησυχίου, (Λεξικό): Βλ. την λ. «κῦρος» = ἐξουσία. ἤ παῖς.

[24] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε  την λ. «τσιράκι».

[25] Βλέπε την λ. «τσhηράχh’», στην σημείωση 27, της σελ. 382, του κεφαλαίου «ΟΙ ΑΓΑΣΣΕΣ», από το ΥΛΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟΥ του Κ.Μ.Σ., για τον Σεραφείμ Ρίζο, που υπάρχει στο διαδίκτυο, στην εξής ιστοσελίδα (ανάκτηση 14-11-2025): https://doi.org/10.12681/deltiokms.117

[26] Μαυροχαλυβίδης  – Κεσισόγλου, 1960, 142.

[27] Κεσισόγλου, 1951, 107.

[28] Κωστάκης, (Η ΑΝΑΚΟΥ), 1963, 155: Βλ. την λ. «τσιράκι», καθώς και την Σημείωση 3.

[29] Αναστασιάδης, (Ανάρτηση στο διαδίκτυο), 1979, 49.

[30] Παπαδόπουλος, (ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΠΟΝΤΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ), 1961, (Τόμ. 2ος), 433.

[31] Κοιμισόγλου, 2006, 219.

[32] Κοτσανίδης, 2004, 212 : Βλ. την λ. «Υπάλληλος»,

[33] Κωστάκης, 1977, (Τόμ. I), 421: Βλέπε την λ. «τσhιράχ’», καθώς και την Σημείωση της σελ. 421.

[34] «ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ»,  (Περιοδικό), 1972, (Τόμ. 15ος ), 306.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αναστασιάδης, Βασ. 1979. Τουρκικές Λέξεις στο Φαρασιώτικο Ιδίωμα, Γρεβενά : Αναρτημένη στην εξής Ιστοσελίδα :

https://www.oeaw.ac.at/fileadmin/kommissionen/vanishinglanguages/Collections/Greek_varieties/Cappadocian_Greek/Bibliography_pdfs/Anastasiadis_1980_-_Turkikes_farasiotika.pdf

Δημητράκος, Δ. 1964. Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα : Εκδοτικός Οργανισμός «Ελληνική Παιδεία».

Ησυχίου του Αλεξανδρέως, Λεξικό : εκδόσεις ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, (Αναστατική Έκδοσις Αθήνα 1975).

Κεσισόγλου Ι. Ι., 1951. Το Γλωσσικό Ιδίωμα του Ουλάγατς, Αθήνα : Κ.Μ.Σ.

Κοιμισόγλου Συμ., 2006. Μιστί Καππαδοκίας, Θεσσαλονίκη : Εκδόσεις «ναῦς», ILP productions.

Κοτσανίδης Λαζ. 2004. Το Γλωσσικό Ιδίωμα του Μιστί. Εκδόσεις, Γνώμη Κιλκίς – Παιονίας.

Κωστάκης Π. Θαν., 1963. Η ΑΝΑΚΟΥ, Αθήνα: Εκδότης, Κ.Μ.Σ.

Κωστάκης Π. Θαν., 1977. Το Μιστί της Καππαδοκίας, (Τόμ. I και II), Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.

Λαβδάς Γ., 2025. Η Μυστή της Καππαδοκίας, η αποκατάσταση της αλήθειας, περί της ονομασίας αυτής. Η ονομασία των κατοίκων της και της γλώσσας αυτών. Λάρισα.

Μαυροχαλυβίδης Γ. – Κεσισόγλου Ι. Ι., 1968. Το Γλωσσικό Ιδίωμα της Αξού, Αθήνα :  Εκδότης, Κ.Μ.Σ.

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, 1972. ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ, Τόμ. 15ος Αθήνα: Έκδοση του Τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων. Το ενδιαφέρον τμήμα αυτού αναφέρεται στο «Γλωσσικό Ιδίωμα των Βούρλων της Μ. Ασίας», το οποίο επιμελήθηκε ο Νίκος Ε. Μηλιώρης.

Παπαδόπουλος, Α. Ανθ., 1961. Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου, (Επιτροπή Ποντιακών Μελετών), Τόμ. 2ος (Α-Λ), Αθήνα :  Τυπογραφείον Μυρτίδη.

Παπανικολάου, Δ. Κ., 1962. Νεώτατον Λεξικόν Όλων των Ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, (έκδοσις ενάτη), Αθήνα : εκδόσεις Π. Χιωτέλλη.

Σαρρής, Ν. Η Οσμανική Πραγματικότητα, Τόμ. I και II, Αθήνα. Εκδόσεις Ι. Δ. Αρσενίδης.

Faruk Tuncay – Καρατζάς Λεων., 2000. Τουρκο-Ελληνικό Λεξικό, Αθήνα : Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού.

***