Το επίθετο της Μυσhιώτικης[1] γλώσσας «ζαβαλλού», καθώς και της δημοτικής το «ζάβαλης», δεν είναι Τουρκικά.
Στο βιβλίου μου, με τίτλο «Η Μυστή της Καππαδοκίας, Η αποκατάσταση της αλήθειας, περί της ονομασίας αυτής. Η ονομασία των κατοίκων της και της γλώσσας αυτών», έχουν αναφερθεί και αναλυθεί αρκετές περιπτώσεις Μυσhιώτικων λέξεων, οι οποίες ενώ υπάρχουν στην Τουρκική γλώσσα, ως λέξεις «δάνεια», όμως αυτές αναφέρονται, από πολλούς συγγραφείς, ότι είναι λέξεις Τουρκικές.[2] Η άποψη αυτή, δυστυχώς είχε μεταφερθεί και στους Μυσhτηλήδες προγόνους μας, η οποία συνεχίζει να επικρατεί ακόμη και σήμερα, σε πολλούς από εμάς τους απογόνους τους.
Μία από τις λέξεις αυτές είναι και το επίθετο της Μυσhιώτικης γλώσσας «ζαβαλλού»[3] (= δυστυχής, ταλαίπωρος, πολυβασανισμένος, κακόμοιρος, φουκαράς, καημένος, κ.λ.π.), το οποίο στην δημοτική λέγεται «ζάβαλης» (= δυστυχής, ταλαίπωρος).[4] Οι δύο αυτές λέξεις, ενώ είναι Ελληνικές, με προέλευση μάλιστα Ομηρική, όμως αναφέρονται ως Τουρκικές, προφανώς, διότι στην Τουρκική γλώσσα υπάρχει το ίδιο επίθετο, ως «zavalli» (= καημένος, κακομοίρης, κακόμοιρος, δυστυχής, ταλαίπωρος, φουκαράς, φτωχός, κουρελής, κ.λ.π.),[5] που θεωρώ ότι είναι λέξη «δάνειο». Η ελληνικότητα του εν λόγω επιθέτου αποδεικνύεται από την παρακάτω ετυμολογική ανάλυση.
Ετυμολογική ανάλυση
Ετυμολογικά, το «ζαβαλλού» είναι λέξη σύνθετη και σχηματίζεται από τα εξής συνθετικά μέρη:
(i). Από το Ομηρικό επιτατικό πρόθεμα «ζα-» (= πολύ),[6] το οποίο αναφέρεται και στο Λεξικό του Ησυχίου, ως «ζά» (= μέγα, ἰσχυρόν, πολύ),[7] καθώς επίσης και στο Λεξικό του Δ. Δημητράκου, ως «ζά» (= λίαν, πάρα πολύ).[8]
(ii). Από το θέμα «βαλ–j-»,[9] του Ομηρικού ρήματος «βάλλω» (= κτυπώ, πλήττω, κτυπώ και προξενώ πληγή, κ.λ.π.). Η μέση φωνή αυτού είναι το ρήμα «βάλλομαι» (= πλήττομαι, κτυπῶμαι, ἐξαντλοῦμαι, άδυνατῶ τραυματίζομαι, καταβάλλομαι).[10]
(iii). Από την επιθετική κατάληξη της Μυσhιώτικης γλώσσας, «-λού»,[11] που είναι ίδια και για τα τρία γένη και που στην Ελληνική αντιστοιχεί με την κατάληξης «-λής».[12]
Σημειωτέον, ότι η γλώσσα μας δεν έχει, στα επίθετά της, την κατάληξη «-ς», με αποτέλεσμα αυτά να φαίνονται ως ουδετέρου γένους, ενώ αναφέρονται και στα τρία γένη. Η απουσία του τελικού «-ς», από τα επίθετά μας, είναι αρχαίο Ελληνικό γλωσσικό φαινόμενο, που παρατηρείται και σε άλλες Ελληνικές περιοχές, κυρίως του Βορρά, καθώς επίσης και σε άλλα ελληνόφωνα χωριά της Καππαδοκίας, όπως στο Αραβανί,[13] στην Αξό,[14] στο Ουλάγατς (= Ναζ’ραdό ή Νασ’ραdός),[15] στα Φάρασα,[16] ενώ αντίθετα το τελικό «-ς» διατηρείται στα επίθετα της Σίλλης.[17] Μάλιστα, ο Γ. Ν. Χατζηδάκις, στο κεφάλαιο «παθήματα τῶν ἐν τέλει λέξεως συμφώνων ἐν τῇ Λατ. Γλώσσῃ», γράφει μεταξύ άλλων και ότι: «…, δ). το τελικόν «ς» παρελείπετο κατά τους αρχαίους χρόνους πολλάκις, αλλά κατά τους δοκίμους χρόνους η σίγησις αυτού εθεωρείτο απαιδευσίας τεκμήριον (subrusticum κατά Κικέρωνα)».[18]
Η σύνθεση των παραπάνω τριών στοιχείων «ζα- + βαλ-j– + -λού» σημαίνει, «αυτός που είναι πολύ (ισχυρά) χτυπημένος, από πολλά χτυπήματα, που είναι πολύ καταβεβλημένος (από βάσανα και ταλαιπωρίες), που είναι πολύ πληγωμένος, που είναι δηλαδή καταταλαιπωρημένος, λίαν ταλαίπωρος, λίαν δυστυχής, που είναι δηλαδή, ζάβαλης ή «ζαβαλλού».
Σχηματισμός: ζα + βαλ-j- + -λού > ζαβαλλού.
ΣΧΟΛΙΟ: Μετά την παραπάνω ανάλυση, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι η Τουρκική λέξη «zavalli» είναι λέξη «δάνειο», προερχόμενη από την Μυσhιώτικη λέξη «ζαβαλλού».[19] Μάλιστα δε, γράφεται και με δύο συνεχόμενα σύμφωνα λάμδα, «ll», όπως ακριβώς δηλαδή γράφεται και το αρχαίο Ομηρικό ρήμα «βάλλω».
Η εν λόγω Τουρκική λέξη έχει βεβαίως και παράγωγα, που σχηματίζονται με βάση την υπόψη λέξη «δάνειο», όπως, π.χ. «zavallicik» (= καημενούλης),«zavallilik» (= κακομοιριά), «zeval» (= πτώση, κατάρρευση, φθορά).[20]
Τέλος, επισημαίνεται ότι, στην υπάρχουσα σχετική Ελληνική βιβλιογραφία, παρατηρούνται αρκετές περιπτώσεις, όπου η εν λόγω λέξη θεωρείται, ως Τουρκική, όπως:
(α). Στο Μέγα Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, του Δ. Δημητράκου, η λέξη «ζάβαλης» (= δυστυχής, ταλαίπωρος), αναφέρεται ως λέξη Τουρκική.[21]
(β). Στο Γλωσσικό Ιδίωμα της Αξού, το επίθετο «ζαβαλ-λούς» (= καημένος), αναφέρεται ως προερχόμενο από το Τουρκικό «zavalli».[22]
(γ). Στο Ουλάγατς (Νασραdός ή Ἀσραdός), η εν λόγω λέξη αναφέρεται ως «ζαβαλ-λé» (= καημένος), καθώς και ότι προκύπτει από την Τουρκική λέξη «zavalli».[23]
(δ). Στο Φαρασιώτικο Ιδίωμα, το εν λόγω επίθετο, αναφέρεται ως, ο «ζαβαλ-λούς» (= καημένος, κακόμοιρος), καθώς επίσης και ότι η λέξη αυτή είναι Αραβική, η οποία όμως υπάρχει και στην Τουρκική, ως «zavalli».[24]
(ε). Στο Λεξικό της Ποντικής Διαλέκτου, (Σάντα, Τραπεζούντα και Χαλδία), η εν λόγω λέξη αναφέρεται ως επίθετο, «ζαβαλής», ενώ στα Κοτύωρα ως «ζαβαλούς» (= δυστυχής, κακόμοιρος, άκακος), καθώς και ότι προκύπτει από την Τουρκική λέξη «zavalli».[25]
(στ). Στο βιβλίο, με τίτλο «MICTI ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ», η εν λόγω λέξη αναφέρεται ως «ζαβαλλού» (= καημένος), καθώς και ότι προκύπτει από την Τουρκική λέξη «zavalli».[26]
(ζ). Στο βιβλίο, με τίτλο «ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΟΥ ΜΙΣΤΙ», η εν λόγω λέξη αναφέρεται ως «ζαβαλού» (= καημένος), καθώς και ότι προέρχεται από την Τουρκική λέξη «zavali».[27]
(η). Στο Γλωσσάριο Ιδιωματικών λέξεων του χωριού Βουρλά της Σμύρνης, αναφέρεται το σχετικό επίρρημα «ζάβαλι» (= τοὐλάχιστον), καθώς και ότι η λέξη αυτή είναι Τουρκική.[28]
(θ). Στο Δυτικοκρητικό γλωσσικό ιδίωμα, η εν λόγω λέξη αναφέρεται, ως ο «ζάβαλης» (= κακόμοιρος), καθώς και ότι αυτή σχετίζεται με την Τουρκική λέξη «zavalli» = ταλαίπωρος, καημένος.[29]
Διευκρινίσεις
1.Η επιθετική κατάληξη «-λού», της Μυσhιώτικης γλώσσας σχηματίζεται, από την σύνθεση δύο στοιχείων. α). Από το θέμα «λε-», του ουσιαστικού ο «λαός» = άνθρωποι, λαός, κ.λ.π.,[30] του οποίου ο μεν Ιωνικός τύπος είναι «ληός», ο δε Αττικός «λεώς»,[31] και β). Από την επιθετική κατάληξη, «-ο», του ουδετέρου γένους, των επιθέτων της Ελληνικής δημοτικής, που λήγουν σε άτονο ή τονιζόμενο «-ος, -η, -ο».
Η σύνθεση των στοιχείων «λε- + -ο», επειδή αναφέρεται σε ενικό αριθμό σημαίνει, «ο άνθρωπος εκείνος που είναι αυτό ακριβώς το οποίο λέει το θέμα του επιθέτου».
Σχηματισμός: λε- + -ο, > λού, λόγω τροπής των συνεχόμενων φωνηέντων «εο», σε «ου».[32]
2.Η κατάληξη της Ελληνικής «-λής», που στην Τουρκική υπάρχει ως «-li» ή ως «-lli», σχηματίζεται από το θέμα «λή-», του ουσιαστικού «λαός» (= λαός, άνθρωποι), του οποίου ο μεν Ιωνικός τύπος είναι «ληός», ο δε Αττικός «λεώς»,[33] καθώς και από την επιθετική κατάληξη «-ς», που είναι για το αρσενικό γένος.
Η σύνθεση των στοιχείων «λή– + –ς», επειδή αναφέρεται σε ενικό αριθμό σημαίνει, «ο άνθρωπος που είναι ό,τι λέει το κυρίως θέμα, που προηγείται».
Σχηματισμός: λή- + -ς > λής.
Σημειωτέον, ότι η άποψη πολλών πως η κατάληξη «-λη», (λατινιστί και τουρκιστί «-li»), η οποία δηλώνει τόπο καταγωγής, είναι τάχα Τουρκικής προέλευσης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και για έναν ακόμη επιπρόσθετο λόγο. Την κατάληξη «-li», την συναντούμε στην κεντρική Μ. Ασία, δηλαδή στην περιοχή των προγόνων μας, το έτος 3700 π.Χ., ήτοι, περίπου 47 αιώνες πριν από την εμφάνιση των Τούρκων στην περιοχή αυτή, καθώς ο πρώτος βασιλιάς των «Χάττι» λέγεται «Hattusili», που σημαίνει «αυτός από την Χατούσα».[34] Στο όνομα αυτό, είναι εμφανέστατο ότι η κατάληξη «-li» δηλώνει τον τόπο καταγωγής του ονομαζόμενου.
3.Το επίθετο «ζαβαλλού» ουδεμία σχέση έχει σημασιολογική και ετυμολογική, με το επίθετο της Μυσhιώτικης γλώσσας, «ζαβακλού» (= ήσυχος, σιωπηρός, αδύναμος, πράος, άκακος, ανόητος, απερίσκεπτος, ακατανόητος), το οποίο λανθασμένα αναφέρει ο Θ. Κωστάκης στο βιβλίο του, ως προερχόμενο από το Τουρκικό «zavalli».[35] Τούτο δε διότι, το «ζαβακλού» σχηματίζεται από το ίδιο μεν προθεματικό μόριο «ζα-», όπως και το «ζαβαλλού», πλην όμως, δεύτερο συνθετικό αυτού είναι το θέμα «ἀβακ-», του ουσιαστικού «ἀβάκης», που το συναντούμε στο Λεξικό του Ησυχίου, ως «ἀβάκην» (= ἀφελῆ, ἀσύνετον, ἡσύχιον, ἄπειρον, ἀδύνατον, ἄκακον) και ως «ἀβάκης» (= ἄβαξ, ἄφωνος, σιωπηρός, κ.λ.π.).[36] Το δε επίθετο «ἀσύνετος» = ὁ μη ἔχων σύνεσιν, φρόνησιν, περίσκεψιν, ὁ ἀνόητος, ὁ ἀλογάριαστος, ὁ ἀκατάληπτος, ὁ ἀκατανόητος.[37]
Η σύνθεση των στοιχείων «ζα- + ἀβακ- + -λού» σημαίνει, «αυτός που είναι πολύ σιωπηρός, πολύ αφελής, πολύ αδύναμος, πολύ άκακος, πολύ ακατανόητος, κ.λ.π.».
Σχηματισμός: ζα- + άβακ- + -λού, > ζααβακλού, και > ζαβακλού, λόγω συνεκφοράς των δύο συνεχόμενων «αα», ως ένα «α».
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Ο φθόγγος «σh», της λέξης «Μυσhτηλήδες», είναι το σίγμα δασύ (παχύ), της Μυσhιώτικης γλώσσας, που δεν υπάρχει στην Ελληνική.
[2] Λαβδάς, 2025, 132, 172: Βλέπε την παράγραφο 8β΄ στην σελ. 132, καθώς και την 8η’ στην σελ. 172.
[3] Το εν λόγω επίθετο κλίνεται ως εξής: Ενικός, ονομαστική και αιτιατική = dού ζαβαλλού, γενική = ζαβαλλούς. Πληθυντικός, ονομαστική και αιτιατική = dά ζαβαλλούϊα».
[4] Δημητράκος, (Λεξικό): 1964: Βλέπε την λέξη «ζάβαλης», η οποία αναφέρεται ως λέξη Τουρκική.
[5] Faruk Tuncay – Λεων. Καρατζάς, (Τουρκο-ελληνικό Λεξικό), 2000, 856: Βλ. την λ. «zavalli».
[6] Πανταζίδης, (Ομηρικό Λεξικό), 1999: Βλέπε την λ. «ΖΑ-».
[7] Ησυχίου, (Λεξικό): Βλέπε την λ. «ζά».
[8] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε την υπ’ αριθμ. 2 ερμηνεία, της λέξης «ζά».
[9] Παπανικολάου, (Λεξικό Ρημάτων), 1964: Βλέπε το ρήμα «βάλλω».
[10] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε τις υπ’ αριθμ. 1, 3 και 9 ερμηνείες, της λέξης «βάλλω». Επίσης, βλέπε και το [Πανταζίδης, (Ομηρικό Λεξικό), 1999: Βλέπε την ερμηνεία Α3, της λέξης «βάλλω»].
[11] Βλέπε κατωτέρω την Διευκρίνιση υπ’ αριθμ.1.
[12] Βλέπε κατωτέρω την Διευκρίνιση υπ’ αριθμ. 2.
[13] Φωστέρης Δ. – Κεσισόγλου Ι., 1960, 9.
[14] Μαυροχαλυβίδης Γ. – Κεσισόγλου Ι., 1960, 42.
[15] Κεσισόγλου Ι., 1951, 25-26.
[16] Ανδριώτης Ν. Π., 1948, 42: Βλέπε την παράγραφο «Ἐπίθετα», όπου επικρατούν οι καταλήξεις, «-ίκκο», «-οῦκκο» και «-ούσκο».
[17] Κωστάκης Θ., (Σίλλη), 1968, 68: Βλέπε τις παραγράφους 60, 61, 62 και 63.
[18] Χατζηδάκις Ν. Γ., 1924, (Τόμ. Α’ ), 463.
[19] Βλέπε κατωτέρω την Διευκρίνιση υπ’αριθμ. 3.
[20] Faruk Tuncay – Λεων. Καρατζάς, (Τουρκο-ελληνικό Λεξικό), 2000: Βλέπε τις λ. «zavallicik» και «zavallilik», στην σελ. 856, καθώς και την λ. «zeval», στην σελ. 858.
[21] Δημητράκος, (Λεξικό) 1964: Βλέπε την λ. «ζάβαλης».
[22] Μαυροχαλυβίδης Γ. – Κεσισόγλου Ι., 1960, 137 : Βλέπε την λ. «ζαβαλ-λούς».
[23] Κεσισόγλου Ι., 1951, 109: Βλέπε την λ. «ζαβαλ-λé».
[24] Αναστασιάδης Β., 1979, 98: Βλέπε την λ. «ζαβαλ-λούς».
[25] Παπαδόπουλος, 1958, (Τόμ. 1ος , Α-Λ), 330: Βλέπε την λ. «ζαβαλής».
[26] Κοιμισόγλου, 2006, 209: Βλέπε την λ. «ζαβαλλού».
[27] Κοτσανίδης, σελ. 99: Βλέπε την λ. «καημένος».
[28] ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, 1972, (Τόμ. 15ος), 261: Βλ. την λ. «ζάβαλι».
[29] Ξανθινάκης, (Λεξικό), 2009, 227: Βλέπε την λ. «ζάβαλης».
[30] Πανταζίδης, (Ομηρικό Λεξικό), 1999: Βλέπε την λ. «Λαός».
[31] Σταματάκος, (Λεξικό), 1972: Βλέπε την λ. «Λαός».
[32] Τζάρτζανος, (Γραμματική), 1962, 123: Βλέπε για την τροπή των συνεχόμενων «εο», σε «ου», την παράγραφο 230, εδάφιο 2 β΄, της σελ. 123.
[33] Σταματάκος, (Λεξικό), 1972: Βλέπε την λ. «Λαός».
[34] Κονιδάρης, 2020, 29.
[35] Κωστάκης 1977, (Τόμ. I), 384: Βλέπε την λέξη «ζαβακλού» στην σελ. 384, καθώς και την Σημείωση 4 αυτής.
[36] Ησυχίου Αλεξανδρέως, (Λεξικό).
[37] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε τις υπ’ αριθμ. 1 και 2 ερμηνείες της λ. «ἀσύνετος».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αναστασιάδης, Βασ. 1979. Τουρκικές Λέξεις στο Φαρασιώτικο Ιδίωμα, Γρεβενά : Αναρτημένη στην εξής Ιστοσελίδα :
Ανδριώτης Ν. Π., 1948. Το Γλωσσικό Ιδίωμα των Φαράσων, Αθήνα : COLLECTION DE L’ INSTITUT FRANCAIS D’ ATHÈNES, ΜΟΥΣΙΚΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ, ΑΡΧΕΙΟ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ, ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΕΛΠΩΣ ΜΕΡΛΙΕ, Τόμος 4, ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ.
Δημητράκος, Δ. 1964. Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα : Εκδοτικός Οργανισμός «Ελληνική Παιδεία».
Ησυχίου του Αλεξανδρέως, Λεξικό: Εκδόσεις ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, (Αναστατική Έκδοσις Αθήνα 1975).
Κεσισόγλου Ι. Ι., 1951. Το Γλωσσικό Ιδίωμα του Ουλάγατς, Αθήνα : Κ.Μ.Σ.
Κοιμισόγλου Συμ., 2006. Μιστί Καππαδοκίας, Θεσσαλονίκη : Εκδόσεις «ναῦς», ILP productions.
Κονιδάρης Ν., Δ., 2020. Οι Χετταίοι και ο κόσμος του Αιγαίου, Αθήνα : Εκδόσεις ινφογνωμων.
Κοτσανίδης Λαζ. 2004. Το Γλωσσικό Ιδίωμα του Μιστί. Εκδόσεις, Γνώμη Κιλκίς – Παιονίας.
Κωστάκης Π. Θαν., 1968. Το Γλωσσικό Ιδίωμα της Σίλλης, Αθήνα : Εκδότης, Κ.Μ.Σ.
Κωστάκης Π. Θαν., 1977. Το Μιστί της Καππαδοκίας, (Τόμ. I και II), Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.
Λαβδάς Γ., 2025. Η Μυστή της Καππαδοκίας, η αποκατάσταση της αλήθειας, περί της ονομασίας αυτής.Η ονομασία των κατοίκων της και της γλώσσας αυτών. Λάρισα.
Μαυροχαλυβίδης Γ. – Κεσισόγλου Ι. Ι., 1968. Το Γλωσσικό Ιδίωμα της Αξού, Αθήνα : Εκδότης, Κ.Μ.Σ.
ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, 1972. ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ, Τόμ. 15ος, Αθήνα: Έκδοση του Τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων. Το ενδιαφέρον τμήμα αυτού αναφέρεται στο «Γλωσσικό Ιδίωμα των Βούρλων της Μ. Ασίας», το οποίο επιμελήθηκε ο Νίκος Ε. Μηλιώρης.
Ξανθινάκης, Αντ.. 2009. Λεξικό Ερμηνευτικό & Ετυμολογικό του Δυτικοκρητικού Ιδιώματος, (Έκδοση Δ΄), Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Πανταζίδης, Ι., 1999. Ομηρικό Λεξικό, Αθήνα : Εκδόσεις «ελευθερη σκεψις».
Παπαδόπουλος, Α. Ανθ., 1958. Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέ-κτου, (Επιτροπή Ποντιακών Μελετών), Τόμ. 1ος (Α-Λ), Αθήνα : Τυπογρα-φείον Μυρτίδη.
Παπανικολάου, Δ. Κ., 1962. Νεώτατον Λεξικόν Όλων των Ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, (έκδοσις ενάτη), Αθήνα : εκδόσεις Π. Χιωτέλλη.
Σταματάκος Ιωαν., 1972. ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, ΑΘΗΝΑΙ : Εκδοτικός Οργανισμός «Ο ΦΟΙΝΙΞ», Ε.Π.Ε.. ΦΕΙΔΙΟΥ 6.
Τζάρτζανος Α. Αχ., 1962. Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα : Έκδοση Ο.Ε.Σ.Β.
Φωστέρης Δ. – Κεσισόγλου Ι., 1960. Λεξιλόγιο του Αραβανί, Αθήνα : Εκδότης Κ.Μ.Σ.
Faruk Tuncay – Καρατζάς Λεων., 2000. Τουρκο-ελληνικό Λεξικό, Αθήνα : Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού.
Χατζηδάκις, Ν. Γ., 1924. Ακαδημεικά Αναγνώσματα, Τὀμ. Α΄, Β’ και Γ’, (Β’ Έκδοση, Ανατύπωση 1992). Εκδόσεις «Φιλολογικόν», Βασ. Γ. Βασιλείου.
***

