Press ESC to close

Η Τουρκική λέξη «su» (= νερό), η οποία με βάση τον αρχαιοελληνικό Γλωσσικό Κώδικα της Μυστής αποδεικνύεται ως προερχόμενη από το Ομηρικό ρήμα «ὕω» (= βρέχω, ρίχνω βροχή).

Γιώργος Λαβδάς.-

 

Η απόδειξη του ότι η Τουρκική λέξη «su» (= νερό), προκύπτει από το Ομηρικό ρήμα «ὕω» (= βρέχω, ρίχνω βροχή), είναι καταγεγραμμένη  στο βιβλίο μου, με τίτλο «Ο ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ της Μυστής Καππαδοκίας, Οι Φθόγγοι, Τόμος Α΄»,[1] την οποία παρουσιάζουμε και στο σημερινό μας αυτό άρθρο.

Από το πολυτονικό σύστημα γραφής, τα πνεύματα (ψιλή και δασεία) των λέξεων της Ελληνικής, που αρχίζουν από φωνήεν, έχουν ιδιαίτερη αξία για την σε βάθος κατανόηση της Μυσhιώτικης γλώσσας. Τούτο δε διότι, όπως αναφέρεται σε πολλά σχετικά σημεία της παραπάνω εργασίας μου, τα δύο πνεύματα, στην γλώσσα μας, τις περισσότερες φορές προφέρονται με συγκεκριμένες προφορές, ανάλογα την λέξη. Δηλαδή, η ψιλή και η δασεία στην γλώσσα μας, συνήθως είναι φθόγγοι, που προφέρονται, και βρίσκονται πάντοτε στην αρχή των λέξεων. Για να είμαστε  όμως πιο ακριβείς, οι εν λόγω φθόγγοι, στην μεν Ελληνική είχαν μετατραπεί κάποτε σε πνεύματα, που πλέον έχουν καταργηθεί με το μονοτονικό σύστημα γραφής, ενώ στην Μυσhιώτικη γλώσσα διατηρούνται, όπως ακριβώς ήταν και στην αρχαιότητα, και οι οποίοι αναλύονται στον «Γλωσσικό Κώδικα της Μυστής».

Γνωρίζοντας κανείς το πως προφέρονται οι αρχικοί αυτοί φθόγγοι των λέξεων, οι οποίοι στην αρχαία Ελληνική και στην απλή καθαρεύουσα υπήρχαν ως γραφικά σύμβολα, ως το πνεύμα της ψιλής και της δασείας, η ετυμολόγηση των λέξεών μας καθίσταται απλή και εύκολη, ενώ παράλληλα αποφεύγεται ο κίνδυνος της παρετυμολόγησής των. Επιπροσθέτως, τα αποτελέσματα της ορθής ετυμολόγησης των λέξεών μας, αφ’ ενός μεν, μας καταδεικνύουν το «ἔτυμον» αυτών, αφ’ ετέρου δε, εντοπίζονται με μεγάλη ευκολία οι λέξεις εκείνες που χαρακτηρίζονται και παρουσιάζονται ως Τουρκικές, ενώ ισχύει ακριβώς το αντίθετο, καθώς πρόκειται για λέξεις μας, οι οποίες πέρασαν, από την Μυσhιώτικη στην Τουρκική, ως λέξεις «δάνεια».

Για παράδειγμα, η σημερινή λέξη της δημοτικής «γιατρός» γνωρίζουμε ότι στην αρχαία ελληνική είναι «ἰατρός», που σημαίνει ότι το πνεύμα της ψιλής, που έχει αυτή η λέξη, στην  δημοτική έχει τραπεί στον αρχικό φθόγγο «γ». Επίσης, σε προηγούμενο άρθρο μας, αναφέραμε το σχηματισμό της λέξης «γιαβρού ή γιαβρί», από το αρχαίο επίθετο «ἁβρός», (λόγω προφοράς της δασείας ως «γ»), η οποία υπάρχει και στην Τουρκική ως «yavru», που είναι λέξη «δάνειο». Ας δούμε τώρα, λίγο πιο αναλυτικά, την αξία του πνεύματος μιας μόνον ακόμη άλλης αρχαἰας Ελληνικής λέξης, με βάση την οποία σχηματίζεται το ρήμα της Μυσhιώτικης φράσης: «σουλαΐζου, κα’εις τη χή» (= «καταβρέχω, κάτω εις τη γη», καταβρέχω κάτω).

Το ρήμα της φράσης αυτής είναι το «σουλαΐζου» (= καταβρέχω), το οποίο σχηματίζεται από το θέμα «σου-», καθώς και από την ρηματική κατάληξη, ενεργητικής φωνής, «-λαΐζου», (που γενικά προσδίδει στο ρήμα την σημασία του «θέλω και κάνω ζωηρά, αυτό που λέει το θέμα του ρήματος»).[2]

Το θέμα «σου-» του ρήματος «σουλαΐζου» προκύπτει από το θέμα «-», του Ομηρικού ρήματος «ὕω» (= βρέχω, στέλλω βροχή, βρέχω τινα), προερχόμενο από την ρίζα «σFυ-», από όπου και η Λατινική λέξη «sudor» (= ἱδρώς, ιδρώτας), καθώς και η Ελληνική «ὕδωρ».[3] Το ότι το πνεύμα της δασείας ήταν παλαιότερα «σ», μας το επισημαίνει και ο Αχιλ. Τζάρτζανος, στην Γραμματική του, αναφέροντας ότι: «Το σ, το j και το F, εις αρχαιοτάτους χρόνους, όταν ευρίσκοντο εις την αρχήν λέξεως πρό φωνήεντος ή εντός λέξεως μεταξύ δύο φωνηέντων, απεβάλλοντο. Από το σ και το j, κατά την πρώτην περίπτωσιν, προέκυψε κανονικώς δασύ πνεύμα, π.χ. (σέρπω > ἕρπω), (σέπομαι > ἕπομαι), (σίστημι >  ἵστημι), (σέχω > ἕχω και έπειτα ἔχω), ….».[4]

Σχηματισμός:  ὑ-, > συ-, λόγω προφοράς της δασείας ως «σ»,[5]  και > σου-, λόγω προφοράς του δίχρονου φωνήεντος «υ», ως «ου».[6]

Βέβαια, στην συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με τον Αχ. Τζάρτζανο, είναι ορθότερο να ειπωθεί ότι από το θέμα «σου-», (δηλαδή, από το αρχαίο θέμα «συ-»), προέκυψε το θέμα «ὑ-», με την δασεία επάνω στο ύψιλον και όχι το αντίστροφο.[7] Ο Τζάρτζανος μας λέει επίσης και ότι το πνεύμα της δασείας κάποτε προφερόταν όπως περίπου το σύμφωνο «χ», (π.χ. ο «ἵππος» προφερόταν ως «χίππος»). [8] Με άλλα λόγια, το πνεύμα της δασείας προφερόταν ως «χ» και ως «σ», καθώς και ότι αργότερα ο φθόγγος αυτός συμβολίστηκε, ως το πνεύμα της δασείας, αλλά και ως ψιλή επίσης, όπως για παράδειγμα το αρχικό θέμα του αρχαίου ρήματος «ἔχω», που ενώ αρχικά ήταν «σεχ-», στη συνέχεια, έγινε τελικά «ἔχ-» ψιλούμενο.[9]

Στην περίπτωση του «σου-», εάν δεν λάβουμε υπόψη την δασεία, την μικρή αυτή δυσδιάκριτη λεπτομέρεια, εύκολα πέφτουμε στην παγίδα, να δεχτούμε ότι το αρχικό αυτό «σου-», του ρήματος «σουλαΐζου». προκύπτει από το Τουρκικό «su» (= νερό, ύδωρ, κ.λ.π.),[10] όπως πολλοί θεωρούν, ενώ ισχύει ακριβώς το αντίστροφο, ότι δηλαδή η Τουρκική αυτή λέξη είναι «δάνειο», από την Μυσhιώτικη, όπως αυτό επιβεβαιώνεται από την παρακάτω λεπτομερή ανάλυση του όλου  θέματος.

Στην Μυσhιώτικη γλώσσα, υπάρχουν βεβαίως και άλλα ρήματα ή λέξεις, που σχηματίζονται με βάση το εν λόγω «σου-», που είναι η προφορά του θέματος «-», του Ομηρικού ρήματος «ὕω» ή του ουσιαστικού «ὑετὀς». Στην Ελληνική, παράγωγα του «ὕω» είναι επίσης το ουσιαστικό «ὔδωρ» (= νερό), το επίθετο «ὑγρός», κ.λ.π.[11]

Για παράδειγμα, το ρήμα της Μυσhιώτικης γλώσσας «σουγαΐζου» (= σοβατίζω),[12] σχηματίζεται από τα εξής συνθετικά μέρη: 1). Από το προαναφερθέν «σου-», που είναι η προφορά του θέματος «ὑ-», του Ομηρικού ρήματος ὕω», 2). Από το ουσιαστικό «γᾶ» (= γαῖα, γῆ), που είναι ο Αιολικός και ο Δωρικός τύπος της λέξης «γῆ»,[13] και 3). Από την ρηματική κατάληξη, ενεργητικής φωνής, «-ίζου», που αντιστοιχεί με το «-ίζω» της Ελληνικής.

Η σύνθεση των παραπάνω στοιχείων σημαίνει, «κάνω με νερό και γή, κάνω με νερό και χώμα, δηλαδή, κάνω με λάσπη».

Σχηματισμός: σου- + γα + -ίζου > σουγαΐζου.

Πολλές άλλες λέξεις της γλώσσας μας σχηματίζονται με βάση το υπόψη «συ-» ή «σου-», το οποίο μάλιστα τρέπεται, άλλοτε σε «σu-», (όπου το «u» προφέρεται ως κοφτό και κλειστό «ου») και άλλοτε σε «σhυ-» ή σε «σhu-», (όπου το «σh» είναι δασύ, παχύ). Όπως για παράδειγμα: Το ρήμα «σουλώνου ή σhuλώνου[14] ή σhυλώνου» (= μουσκεύω, υγραίνω, βρέχω με νερό, διαβρέχω, περιβρέχω, καταβρέχω), το ρήμα «σuλουνdήζου ή σuλuνdήζου ή σuλuνdώ» (= ολισθαίνω, γλιστρώ, κ.λ.π.), το ουσιαστικό «σuλúτσ’» (= βδέλλα), το επίθετο «σhuρ’λού» (= υδαρής, -ές, νερουλός, -ή, -ό), κ.λ.π.

Σημειωτέον, ότι το θέμα «ὐ-» του Ομηρικού ρήματος «ὕω» και με τις συνολικές μορφές αυτού, ως «ὑ-» ή «συ-» ή «σου-», αλλά ακόμη και ως «σι-» ή «σει-», το συναντούμε στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(i). Στην Τσακωνιά, αναφέρεται η λέξη «ὕο» (= νερό).[15]

(ii). Στο Λεξικό του Ησυχίου, αναφέρονται οι λέξεις: «ὔω» (= βρέχω), «ὕει» (= βρέχει), « Ὑής» (= Ζεύς ὄμβριος), «ὕδος» (= ὕδωρ), «ὕσας» (= βρέξας).

(iii). Στο μέγα Λεξικό του Δ. Δημητράκου (1964), αναφέρονται οι λέξεις: «ὕω», μέλλων «ὕσω» και αόριστος «ὗσα» (= ποιῶ βροχήν, ῥίπτω βροχήν, βρέχω), «ὑσής» (= τούς ἐξ ὕδατος σωθέντας καλοῦσιν Αἰγύπτιοι), «ὗσμα» (= βροχή, ὑέτιος, ὑετώδης), «ὗσις, -εως» (Ησύχιος, εν λέξει «ὑή» = βροχή, ὑετός), «ὑετία» (= βροχερός καιρός), «ὑετίζω» (= ποιῶ ὑετόν, βρέχω), «ὑέτιος,-α,-ον» (= ὁ ἐπιφέρων βροχήν, ὁ συνοδευόμενος ὑπό βροχῆς, ὁ βροχερός, ὁ ὑετώδης), «ὑέτισις,-εως» (= ὁ ὑετός, η βροχή), «ὑετός» (= βροχή), «ὑετώδης» (= ο βροχερός).[16]

(iv). Στο βιβλίο των Σ. ΔΩΡΙΚΟΥ – Κ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΑΚΗ, στις Ετεοκρητικές Επιγραφές, αναφέρεται η λέξη «ΣΙ» = βροχή, ο ὑετός, (ρήμα Fύω, σύω, ὕω).[17]

(v). Στο βιβλίο του Ιακώβου Θωμόπουλου, αναφέρεται για την λέξη «ΣΙ», μεταξύ άλλων, και ότι: «….ὑετός (αντί συετός), βροχή….», «…ὕω έκ τοῦ του σὐω, βρέχω…». Δηλαδή, ο εν λόγω συγγραφέας θεωρεί ότι η λέξη είναι ο «συετός» (= βροχή), το δε ρήμα «σύω» (= βρέχω), ενώ για το αρχικό «σ» των λέξεων αυτών μας λέει ότι αυτό διατηρήθηκε και στην δημοτική, μέχρι σήμερα, στην παιδική φράση, «κάνω τσίσια» (= ουρώ). Το «τσίσια» αναφέρει ότι προκύπτει από το «συήσια» (= ὑήσια). Επίσης, αναφέρει και ότι με το θέμα «συ-», του ρήματος «σύω», σχετίζεται, επίσης και η αρχαία Ινδική λέξη «su» (= ἐκθλίβω ὑγρόν, ῥαντίζω). [18]

(vi). Στην Ποντιακή διάλεκτο, (μόνον στην Χαλδία), υπάρχει το ρήμα, «σhιπουρίζου» (αόριστος, «ἐσhιπούρτσα»), που αναφέρεται στο νερό και σημαίνει «ρέω ὁρμητικῶς καί θορυβοδῶς».[19]

Θεωρώ βέβαιο ότι το πρώτο συνθετικό αυτού προκύπτει από το θέμα «ὑ-», του ρήματος «ὕω». Είναι δηλαδή, «ὑ- > συ-», λόγω προφοράς της δασείας ως «σ», που μάλιστα εδώ γίνεται πιο δασύ, γίνεται «σhυ-», όπως δηλαδή και στους παραπάνω τύπους, «σhuλώνου, σhυλώνου» της Μυσhιώτικης γλώσσας. Το δεύτερο συνθετικό του εν λόγω ρήματος είναι το αρχαίο ρήμα «πορίζω» (= φέρω, ὁδηγῶ, ἄγω, παρέχω, κ.λ.π.),[20] το οποίο τρέπεται σε «πορίζου», λόγω προφοράς του άτονου καταληκτικού «ω», ως «ου», σύμφωνα δηλαδή, με τον ίδιο κανόνα, που ισχύει και για τα ρήματα της Μυσhιώτικης γλώσσας.[21]

Η σύνθεση των παραπάνω στοιχείων «σhυ  + πορίζου» σημαίνει κατά λέξη «φέρνω νερό, ρέω νερό».

(vii). Στην Κρητική διάλεκτο, αναφέρονται τα ρήματα, «συρώνω» (= είμαι βρεγμένος) και «σουλαντίζω» (= καταβρέχω),[22] των οποίων το αρχικό «συ-» και «σου-», αναμφίβολα προκύπτουν από το θέμα «ὑ-», του ρήματος «ὕω», (ὑ-, > συ-, > σου-).

(viii). Στο Δυτικοκρητικό γλωσσικό ιδίωμα, αναφέρεται η λέξη «σούμπασης» (= υδρονόμος, υδρονομέας,  επιτηρητής αγροκτήματος, αγροφύλακας), καθώς και ότι αυτή σχετίζεται με την Τουρκική λέξη «subaşi» (= επιστάτης αγροκτήματος).[23] Επίσης, αναφέρεται και το ρήμα, «σουρώνω» (= είμαι διάβροχος και από τα ρούχα μου τρέχουν, στάζουν, νερά), καθώς και ότι αυτό προκύπτει από το «σειρώνω», λόγω τροπής του «ει», σε «ου».[24]

Σημειωτέον, ότι το ρήμα «σειρώνω» της Ελληνικής σημαίνει «ἐκτήκομαι, ξηραίνομαι, στραγγίζω, σουρώνω».[25] Ως εκ τούτου, θεωρώ πως το «σειρώνω» θα έπρεπε να γράφεται ως «συρώνω», που προφέρεται και ως «σουρώνω», (εξ ού και «σουρωτήρι»), λόγω προφοράς του δίχρονου φωνήεντος «υ», ως «ου», όπως «τύμπανο > τούμπανο», «Γαρυφαλιά > Γαρουφαλιά», «ξυράφι > ξουράφι», κ.λ.π.).

(ix). Στα Βουρλά της Σμύρνης, αναφέρεται το ρήμα «σουλατίζω» (= καταβρέχω, ἡ ειδική ἐνέργεια το «σουλάτισμα», για την διευκόλυνση τῆς ἀποξηράνσεως τῶν σταφίδων).[26]

Από τις λέξεις αυτές, το αρχικό «σου-», αναμφίβολα προκύπτει από το θέμα «ὑ-», του ρήματος «ὕω», (ὑ-, > συ-, > σου-).

(x). Η αρχαία «Συία» της Κρήτης ευρίσκεται δυτικά 2-3 χλμ από την σημερινή πολίχνη «Σούγια», που βρίσκεται στον ομώνυμο της όρμο και ανάμεσα από την Παλαιοχώρα και το φαράγγι της Σαμαριάς.

Οι  λέξεις «Συία» και «Σούγια» θεωρώ ότι προκύπτουν από το εν λόγω θέμα «ὑ-», καθώς και από την λέξη «γαία», (που σημαίνουν, ύδωρ και γή, υδρότοπος, υγρότοπος), ως εξής: ὐ- + γαία > ὑγαία > συγαία, λόγω προφοράς της δασείας ως «σ», > συγία, λόγω τροπής του συνθετικού «-γαία» σε «-για», όπως συμβαίνει και στις ονομασίες Μεσόγεια αντί Μεσόγαια, Μαυρόγια αντί Μαυρόγαια (= μαύρη γή), Κοκκινόγη (= κόκκινη γή), κ.λ.π., και ακολούθως από «συγία > συ’ία, λόγω αποβολής του «γ».[27] Τέλος δε, το «Σούγια» σχηματίζεται, με την ίδια διαδικασία, από το παραπάνω «συγἰα», ως εξής: συγία > σούγια, λόγω προφοράς του «υ», ως «ου».[28]

(xi). Οι Σουμέριοι, όπως μας είναι γνωστό, ήσαν οι κάτοικοι μεταξύ των ποταμών Ευφράτη και Τίγρεως.

Οι λέξεις «Σουμέριος» και «Σουμερία», εάν έχουν Ελληνική προέλευση, τότε  θεωρώ ότι αυτές  είναι σύνθετες, σχηματιζόμενες  από το εν λόγω «σου-» και από τις λέξεις, «μέρος» και «μεριά», αντίστοιχα. Δηλαδή, «Σουμέριος» είναι αυτός που κατοικεί σε μέρος, σε περιοχή, με νερό ή που κατάγεται από περιοχή με νερό, (κατά το Ανωμερίτης, Κατωμερίτης, κ.λ.π.).

(xii). Το ουσιαστικό της δημοτικής, η «σούδα» (= χαντάκι, αυλάκι μέσα στο οποίο τρέχουν ακάθαρτα νερά, συνήθως τα νερά των οικιών),[29] θεωρώ ότι είναι σύνθετη, η οποία σχηματίζεται από το εν λόγω «σου-» (ὑ- > σου-), καθώς και από την λέξη «δᾶ», που είναι ο Δωρικός τύπος του «γᾶ, γῆ».[30] Η σύνθεση των δύο αυτών στοιχείων σημαίνει, «μέρος της γης με νερό».

(xiii). Ο Π. Καρολίδης αναφέρει την λέξη «σουσουώνω» (= βρέχομαι), ως Καππαδοκική.[31]

(xiv). Στην Σινασό, αναφέρεται (προφανώς ανορθόγραφα) η λέξη, το «σιτῆλι» (= μικρόν χάλκινον δοχεῖον ὕδατος), η οποία θεωρείται ως προερχόμενη από την Λατινική λέξη, «Situla» (= κάλπη, ὑδρία), αλλά και το Τουρκικό «σιτίλ», όπως και το Περσικό «σιτάλ».[32]

Όμως, η εν λόγω λέξη, επειδή αναφέρεται σε νερό, έχει κατά την άποψη μου ως πρώτο της συνθετικό το «συ-», (που προκύπτει από το θέμα «ὑ-» > συ-), και όχι το «σι-». Δηλαδή, η λέξη είναι «συτῆλι» και όχι «σιτῆλι». Το δεύτερο συνθετικό αυτής πιθανόν  να είναι η λέξη, «θηλή» (= μαστός),[33] διότι από το δοχείο αυτό έπιναν νερό, κατ’ ευθείαν, από κάποια προεξέχουσα «θηλή» και χωρίς την χρήση κυπέλου. Είναι δηλαδή, «ὑ-» + «θηλή», > συτhήλ’ ή συτήλ’, λόγω προφοράς της μεν δασείας ως «σ», του δε «θ», (που δεν μπορεί να προφέρει ο Μυσhιώτης), είτε ως «τh» είτε ως «τ».[34]

(xv). Στην Σινασό, το προαναφερθέν ρήμα «σουλώνου ή σhuλώνου ή σhυλώνου» υπάρχει ως «χυλώνω» (ἀνάγνωθι chylono) = βρέχω. Και χυλώνομαι, χυλωμένος.[35]

Πρόκειται, για γλωσσικό φαινόμενο, όπου το αρχικό «σh» τρέπεται σε «χ» (ch), ενώ στην Μυσhιώτικη γλώσσα, συνήθως, παρατηρείται το αντίστροφο, δηλαδή, το «χ», τρέπεται σε «σh» δασύ (παχύ). Όμως, το ρήμα «χυλώνω» δεν αποκλείεται να προκύπτει από το θέμα «ὐ-» του «ὕω», λόγω προφοράς της δασείας ως «χ».[36]

(xvi). Στο Αραβανί, το προαναφερθέν ρήμα «σουλώνου ή σhuλώνου ή σhυλώνου» υπάρχει ως «σhυλώνω» (< χυλώνω) = υγραίνω, βρέχω. Το ίδιο ρήμα στον Παρατατικό είναι «σhύλωνα».[37]

Και εδώ, το αρχικό «σhυ-» θεωρώ ότι προκύπτει το θέμα «ὑ-», του ρήματος «ὕω» και όχι από το «χυλώνω», όπως θεωρούν οι συγγραφείς του βιβλίου, χωρίς βέβαια να αποκλείεται το ρήμα «χυλώνω» να προκύπτει από το θέμα «ὐ-» του «ὕω».

(xvii). Στην Αξό, αναφέρεται το ρήμα «σhυλώνω» (< χυλώνω) = βρέχω, υγραίνω.[38]

Και εδώ, το αρχικό «σhυ-» θεωρώ ότι προκύπτει το θέμα «ὑ-», του ρήματος «ὕω» και όχι από το «χυλώνω», όπως θεωρούν οι συγγραφείς του βιβλίου, χωρίς βέβαια να αποκλείεται το ρήμα «χυλώνω» να προκύπτει από το θέμα «ὐ-» του «ὕω».

(xviii). Στο Ουλάγατς, αναφέρεται  το ρήμα «σhυλώνω» (< χυλώνω) = βρέχω, ὑγραίνω.[39]

Και εδώ, το αρχικό «σhυ-» θεωρώ ότι προκύπτει το θέμα «ὑ-», του ρήματος «ὕω» και όχι από το «χυλώνω», όπως θεωρεί ο συγγραφέας του βιβλίου, χωρίς βέβαια να αποκλείεται το ρήμα «χυλώνω» να προκύπτει από το θέμα «ὐ-» του «ὕω».

(xix). Στην Σύλλη (Σίλλη), αναφέρεται ότι το ρήμα «σουλαΐζου» (= καταβρέχω) προκύπτει από το Τουρκικό «sulamak»,[40] το οποίο όμως δεν σημαίνει καταβρέχω, αλλά «αρδεύω, ποτίζω».[41]

(xx). Στο  βιβλίο με τίτλο «ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΟΥ ΜΙΣΤΙ», αναφέρεται το ρήμα «συλώνω» (= βρέχω, μουσκεύω, υγραίνω), καθώς και ότι αυτό προέρχεται από παράφραση του αρχαίου ρήματος «χυλόω χυλώνω» (= υγραίνω, βρέχω, μετατρέπω κάτι σε χυλό). Στο ίδιο βιβλίο, αναφέρονται και οι  φράσεις : «σιλώνου ντου πολύ» (= τον βρέχω πολύ), «σύλουϊσμοι» (= με κατάβρεξες). Επίσης, αναφέρεται και ότι το «συλώνω» προέρχεται από το ρήμα «χυλώνω» (= μετατρέπω σε χυλό, ενώ εδώ έχει την μεταφορική έννοια του βρέχω, στάζω υδρώτα ή βρέχω κάτι με μορφή σταγόνας).[42]

Παρατηρούμε εδώ, όπως και στις προηγούμενες παραπάνω περιπτώσεις του Αραβανί, της Αξού και του Ουλάγατς, ότι οι συγγραφείς θεωρούν πως το ρήμα «σουλώνου ή σhuλώνου ή σhυλώνου» προκύπτει από το ρήμα «χυλώνω». Πρόκειται για άποψη, η οποία φαίνεται πως έχει καταγραφεί αρχικά από τον Ι. Κεσισόγλου, που ασφαλώς δεν ισχύει, εκτός και εάν το αρχικό «χυ-», προκύπτει από το θέμα «ὐ-», του «ὕω», ακολουθώντας την διαδρομή, «ὑ-» > χυ-, όπου η δασεία, αντί ως «σ», προφέρεται εδώ ως «χ», όπως δηλαδή και στην περίπτωση του «ἵππος», που στο παρελθόν προφερόταν ως «χίππος», λόγω της δασείας, σύμφωνα με τον Αχ. Τζάρτζανο.[43]

(xxi). Στο βιβλίο με τίτλο «MICTI ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ», το εν λόγω  ρήμα αναφέρεται ως «σιλώνου» (= βρέχω), καθώς και ότι αυτό προκύπτει από την αρχαία Ελληνική λέξη «σίαλος», ενώ σε άλλη σελίδα αυτού αναφέρεται ως «σιουλώνου» (= βρέχω), καθώς και ότι αυτό προκύπτει από το Τουρκικό «su».[44]

(xxii). Στο βιβλίο με τίτλο «ΤΟ ΜΙΣΤΙ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ», αναφέρεται η μετοχή «σουλουμένα» (= βρεγμένα), καθώς και ότι το ρήμα «σουλώνω» προέρχεται από το Τουρκικό «su» (= νερό), «sulu» (= νερωτό).[45]

(xxiii). Τέλος δε, το εν λόγω «σου-», της Μυσhιώτικης γλώσσας, έχει περάσει στην Τουρκική γλώσσα, ως «su», που είναι «δάνειο», από το οποίο σχηματίζεται η ακόλουθη πληθώρα λέξεων, ο αριθμός των οποίων φανερώνει τον βαθμό του «μπολιάσματος», που έχει καταφέρει η Μυσhιώτικη στην Τουρκική γλώσσα : «su» (= νερό, ύδωρ, χυμός, ζουμί, ζωμός), «sucu» (= νερουλάς, νεροκουβαλητής), «sucul» (= υγρόφιλος, υδροχαρής), «suculuk» (= πώληση νερού), «sulak» (= αρδεύσιμος), «sulama» (= άρδευση), «sulamak» (= αρδεύω, ποτίζω), «sulandirmak» (= αραιώνω, νερώνω), «sulanmak» (= ποτίζομαι, αρδεύομαι), «sulanma» (= πότισμα, άρδευση), «sulatmak» (= ποτίζω μέσω άλλου), «sulatma» (= πότισμα, άρδευση), «sulu» (= νερουλός, υδαρής), «suluboya» (= νερομπογιά, υδρόχρωμα), «suna» (= αγριόπαπια), «sualti» (= υποβρύχιος), «susatmak» (= προκαλώ δίψα), «susuz» (= άνυδρος, στεγνός), «susuzluk» (= δίψα), «sülük» (= βδέλλα).[46]

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Λαβδάς Γ., (Ο Γλωσσικός Κώδικας της Μυστής), 2025, (Τόμ. Α΄), 43-50: Βλέπε την υποπαράγραφο ε’, της παραγράφου 5, με θέμα «Τα βασικότερα στοιχεία για την γραπτή απόδοση της προφορικής, μέχρι τώρα, Μυσhιώτικης γλώσσας».

[2]  Η κατάληξη «-λαΐζου», σχηματίζεται από το θέμα «λα-», του ρήματος «λάω, -ῶ» = έπιθυμῶ, θέλω, [Παπανικολάου, (Λεξικό Ρημάτων), 1962, επίσης και Δημητράκος (Λεξικό), 1964], καθώς και από την κατάληξη «-ίζω» της Ελληνικής, ως εξής: λα- + -ίζω,  > λαΐζου, λόγω προφοράς του άτονου καταληκτικού «ω», ως «ου», που είναι γλωσσικό φαινόμενο επίσης και της Ελληνικής, [Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε, για την τροπή του «ω» σε «ου», στα βόρεια νεοελληνικά ιδιώματα, στην αρχαία Λακωνική, καθώς  και στην  Τσακωνική, την Σημείωση 7, στην ανάλυση του γράμματος «Ω, ω, ὦ μέγα ή ὠμέγα»].

[3] Παπανικολάου, (Λεξικό Ρημάτων), 1962: Βλέπε το ρήμα «ὕω».

[4] Τζάρτζανος, (Γραμματική), 1962, 19: Βλέπε το εδάφιο 3, της παραγράφου 33.

[5] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε, για το ότι το παλαιό σίγμα, αυτό που κληρονομήθηκε από την Ιαπετική γλώσσα, έχει τραπεί στην Ελληνική σε προδιαλεκτικούς χρόνους σε «H», δηλαδή σε «δασεία», την  Σημείωση 2, της  ανάλυσης του γράμματος «Σ, σ, σῖγμα».

[6] Το φαινόμενο προφοράς του δίχρονου φωνήεντος «υ», ως «ου», είναι πολύ σύνηθες στην Μυσhιώτικη γλώσσα, το συναντούμε  επίσης και στην δημοτική, όπου το «υ» προφέρεται, είτε ως «ι»,  όπως π.χ. στην λέξη «λύκος», είτε ως «ου», όπως π.χ. στις λέξεις «τύμβος > τούμπα», «τύμπανο > τούμπανο», «Γαρυφαλιά > Γαρουφαλιά», «ξυράφι > ξουράφι», «πίτυρα > πίτουρα», «τρύπα > τρούπα», «τρυπώνω > τρουπώνω», κ.λ.π.

[7] Τζάρτζανος, (Γραμματική), 1962, 19: Βλέπε την παράγραφο 33, εδάφιο 3, της σελ. 19.

[8] Τζάρτζανος, (Γραμματική), 1962, 9: Βλέπε την Σημείωση της παραγράφου 12, της σελ. 9.

[9] Παπανικολάου, (Λεξικό Ρημάτων), 1962: Βλέπε το ρήμα «ἔχω», όπου αναφέρεται και το αρχικό θέμα αυτού «σεχ-», το οποίο έγινε τελικά «ἔχ-» ψιλούμενο.

[10] Faruk Tuncay – Λεων.  Καρατζάς, (Τουρκοελληνικό Λεξικό), 2000, 672:  Βλέπε την λ. «su».

[11] Παπανικολάου, (Λεξικό Ρημάτων), 1962: Βλέπε το ρήμα «ὕω».

[12] Το ρήμα «σουγαΐζου» (= σοβατίζω) διαφέρει σημασιολογικά από το ρήμα «σουγαλαΐζου»  = τρίβω πολύ ζωηρά, ηχηρά, το νωπό επικονίαμα, τον νωπό σοβά, με την βοήθεια ειδικού  εργαλείου και λίγο νερό, μόλις το «σουγάϊζμα ή σουγάημα» (= σοβάτισμα) αρχίζει να στεγνώνει, ώστε αφ’ ενός μεν η σοβατισμένη επιφάνεια του τοίχου να γίνει λεία, αφ’ ετέρου δε να μην σκάει, όταν η λάσπη (ο σοβάς) ξηραθεί, με το πέρασμα του χρόνου.

[13] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε την λ. «γᾶ».

[14] Το «σhuλώνου» προφέρεται ως «σhιουλώνου», όμως η γραφή με «u» βραχύ, κλειστό και κοφτό, αντί με «ιού», διευκολύνει την ετυμολόγηση της λέξης, καθώς προκύπτει από το θέμα «ὑ-», του ρήματος «ὕω» ή του ουσιαστικού «ὕς» = ὑετός.

[15] Κωστάκης, (Γλωσσικό Ιδίωμα της Σίλλης), 1968, 25: Βλέπε την λ. «ὕο», που αντιστοιχεί με την λ. της Σίλλης, «νιαρό» (= νερό).

[16] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε τις παραπάνω λέξεις.

[17] Δωρικός – Χατζηγιαννάκης, 2000, 39: Βλέπε την λέξη, «ΣΙ».

[18] Θωμόπουλος, 2007, (Β΄ έκδοση), 88: Βλέπε σχετικά, στην λέξη «ΣΙ».

[19] Παπαδόπουλος Α., («ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΠΟΝΤΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ»), 1961, (Τόμ. 2ος), 282: Βλέπε την λ. «σhιπουρίζου».

[20] Παπανικολάου, (Λεξικό Ρημάτων), 1962, επίσης και Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε τις υπ’ αριθμ. 1 και 2 ερμηνείες της λ. «πορίζω».

[21] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε, για την τροπή του «ω» σε «ου», στα βόρεια νεοελληνικά ιδιώματα, στην αρχαία Λακωνική, καθώς και στην Τσακωνική, την Σημείωση 7, στην ανάλυση του γράμματος «Ω, ω, ὦ μέγα ή ὠμέγα».

[22] Ροδάκης Θ.: Βλέπε την λ. «σουλαντίζω» στην σελ. 131, καθώς και  την λ. «συρώνω» στην σελ. 136.

[23] Σημειωτέον, ότι η παραπάνω Τουρκική λέξη έχει διαφορετική σημασία, από την άναφερόμενη, καθώς «subaşi» = πηγή, κεφαλάρι, ο μήνας που τρέφει τους δώδεκα, [Faruk Tuncay – Καρατζάς, (Τουρκοελληνικό Λεξικό), 2000, 672: Βλέπε την λ. «su», όπου αναφέρεται και η σύνθετη λέξη «subaşi».

[24] Ξανθινάκης, (Λεξικό), 2009, 608, 609: Βλέπε την λ. «σούμπασης» στην σελ. 608,  καθώς και την λ. «σουρώνω» στην σελ. 609.

[25] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964.

[26] ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, (Περιοδικόν), 1972, (Τόμ. 15ος), 297: Βλ. την λ. «σουλατίζω».

[27] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε, για την αποβολή του «γ» όταν ευρίσκεται εντός της λέξεως, την Σημείωση 3, της ανάλυσης του γράμματος «Γ, γ, γάμμα».

[28] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε, για την τροπή του «ω» σε «ου», στα βόρεια νεοελληνικά ιδιώματα, στην αρχαία Λακωνική, καθώς και στην Τσακωνική, βλέπε την Σημείωση 7, στην ανάλυση του γράμματος «Ω, ω, ὦ μέγα ή ὠμέγα».

[29] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε την λ. «σούδα» και την υπ’ αριθμ. 1 ερμηνεία αυτής.

[30] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε την λ. «δᾶ».

[31] Καρολίδης, 1885, 62.

[32] Αρχέλαος Σαραντίδης, 1989, 267: Βλέπε την λ. «σιτῆλι».

[33] Ησυχίου Αλεξανδρέως, (Λεξικό), 1975.

[34] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε για την εναλλαγή του «τ» με το «θ», τις υπ΄αριθμ. 2, 3, 4 και 5 Σημειώσεις, της ανάλυσης του γράμματος «Τ, τ, ταῦ».

[35] Αρχέλαος Σαραντίδης, 1989, 281 : Βλέπε την λ. «χυλώνω».

[36] Τζάρτζανος, (Γραμματική), 1962, 9: Βλέπε, για την προφορά της δασείας, στην αρχαία Ελληνική γλώσσα, όπως το σημερινό σύμφωνο «χ», ( π.χ. ἵππος  > χίππος), την Σημείωση της Παραγράφου 12.

[37] Φωστέρης Δ.  –  Κεσισόγλου Ι., 1960, 12, 41: Βλέπε την λ. «σhύλωνα», στην σελ. 12, καθώς και την λ. «σhυλώνω», στην σελ. 41.

[38] Μαυροχαλυβίδης Γ. – Κεσισόγλου Ι., 1960, 122: Βλέπε την λ. «σhυλώνω».

[39] Κεσισόγλου Ι., 1951, 86: Βλέπε την λ. «σhυλώνω».

[40] Κωστάκης, (Σίλλη), 1968, 34.

[41] Faruk Tuncay – Καρατζάς Λεων., (Τουρκοελληνικό λεξικό), 2000, 674.

[42] Κοτσανίδης, 2004, 52, 108, 141 και 212: Βλέπε την λ. «Βρέχω = Συλώνω» στην σελ. 52, την λ. «καταβρέχω» στην σελ. 108, την λ. «Μουσκεύω» στην σελ. 141, καθώς και την λ. «Υγραίνω» στην σελ. 212.

[43] Τζάρτζανος, (Γραμματική), 1962, 9: Βλέπε την Σημείωση της παραγράφου 12.

[44] Κοιμισόγλου, 2006, 198, 216: Βλέπε την λ. «σιλώνου (αρχ. σίαλος) – βρέχω», στην σελ. 198, καθώς και την λ. «σιουλώνου», στην σελ. 216.

[45] Κωστάκης, 1977, 120: Βλέπε, στην σελ. 120, την φράση «τά χλωρά ἤ σουλουμένα φορτσές» (= τά βρεγμένα ροῦχα), καθώς και την Σημείωση 7 αυτής.

[46] Faruk Tuncay – Καρατζάς, (Τουρκοελληνικό Λεξικό), 2000, 677: Βλέπε όλες τις ως άνω λέξεις

***