Press ESC to close

Η Τουρκική λέξη «rahat» (= άνεση, αναπαυτικός, κ.λ.π.), η οποία αντιστοιχεί με την λέξη της δημοτικής «ραχάτι» (= ανάπαυσις, ξάπλα, κ.λ.π.), αποδεικνύεται, με βάση τον Γλωσσικό Κώδικα της Μυστής, ότι προκύπτει από λέξη αρχαία Ελληνική.

Γιώργος Λαβδάς.-

Στο βιβλίο μου με τίτλο «Ο ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ της Μυστής Καππαδοκίας, Οι Φθόγγοι (Συμβολισμοί – Κανόνες – Πάθη), Τόμ. Α΄ (Α – Ε) και στην παράγραφο 68, αναφέρεται μεταξύ άλλων και η ετυμολόγηση του ουσιαστικού της Μυσhιώτικης γλώσσας «γιραχάτ’»,[1] το οποίο στην δημοτική αντιστοιχεί με το ουσιαστικό «ραχάτι» (= ἀργία, ἀνάπαυσις, ξάπλα, χουζούρι).[2]

Η εν λόγω λέξη, που είναι λέξη των Ελλήνων της κεντρικής Μ. Ασίας και του Πόντου, από άλλους συγγραφείς, χαρακτηρίζεται ως Τουρκική, η δε αντίστοιχη λέξη της δημοτικής χαρακτηρίζεται ως Αραβική. Όμως, με βάση τον Γλωσσικό Κώδικα της Μυσhιώτικης γλώσσας αποδεικνύεται ότι είναι λέξη αρχαία Ελληνική, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Στο σημερινό μας άρθρο, λοιπόν, παρουσιάζεται η εν λόγω λέξη, προκειμένου, αφ’ ενός μεν, να αναδειχθεί η ελληνικότητα αυτής, αφ’ ετέρου δε, να αναδειχθεί η αξία του “Κώδικα της Μυσhιώτικης Γλώσσας”, ως απαραίτητο στοιχείο για την σε βάθος έρευνα και γνώση της ίδιας της Ελληνικής, κυρίως από τους καθ’ ύλην αρμοδίους φορείς (γλωσσολογίας, φιλολογίας, σχετικά ερευνητικά κέντρα, κ.λ.π.), καθώς και από απλούς ιδιώτες, που ομιλούν και αγαπούν την Μυσhιώτικη, αλλά και την ίδια την Ελληνική γλώσσα.

Το «γιραχάτ’» (= το ραχάτι, η ξάπλα, η άνεση, το χουζούρι, η ανάπαυση, η χαλάρωση, η ξεκούραση), της Μυσhιώτικης γλώσσας, είναι ουσιαστικό ουδετέρου γένους, που κλίνεται ως εξής:

Ενικός/ονομαστική και αιτιατική = «γιραχάτ’».

Ενικός/γενική = «γιραχατ-jιού», όπου το πρόσφυμα «j» προφέρεται εδώ ως «χ», καθώς προηγείται αυτού το σύμφωνο «τ», η δε λέξη ως «γιραχατ-χιού».[3]

Πληθυντικός/ονομαστική και αιτιατική = «γιραχάτ-jια», που προφέρεται ως «γιραχάτ-χια», λόγω του προσφύματος «j» που προαναφέρθηκε.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

Το ουσιαστικό «γιραχάτ’» σχηματίζεται από το θέμα «ῥαχάδ-», του αρχαίου Ελληνικού τροπικού  επιρρήματος «ῥαχάδην» (= ἐπί τῆς ῥάχεως),[4] που αναφέρεται στο Λεξικό του Ησυχίου, καθώς και από την κατάληξη «ι», με την οποία η λέξη τρέπεται σε ουσιαστικό ουδετέρου γένους.

Σχηματισμός: ῥαχάδ-  +  -ι > γιραχάδι, λόγω προφοράς της δασείας ως «γι»,[5] όπου το «ι» είναι ευφωνικό πρόσφυμα, για τον σχηματισμό της αρχικής συλλαβής «γι-», και > γιραχάτ’, λόγω τροπής του «δ», (το οποίο ο Μυσhιώτης αδυνατεί να προφέρει, όπως και το “θ”), σε «τ», που είναι γλωσσικό φαινόμενο της Ελληνικής,[6] καθώς επίσης και λόγω αποβολής του άτονου καταληκτικού «ι», που είναι σημαντικός κανόνας της Μυσhιώτικης γλώσσας, με συγκεκριμένες μάλιστα εξαιρέρεις.[7]

Σημειωτέον, ότι η δασεία την οποία έχει επάνω του το σύμφωνο ρώ, « , », στις Ελληνικές λέξεις που γράφονταν με το πολυτονικό σύστημα γραφής, (το οποίο καταργήθηκε το 1980-81 για την απλούστευση της γλώσσας), στην Μυσhιώτικη γλώσσα, σε κάποιες περιπτώσεις προφέρεται ως «γι». Άλλωστε, η δασεία προφέρεται ως «γ» ή ως «γι» και σε άλλες περιπτώσεις λέξεων της Μυσhιώτικης γλώσσας, οι οποίες σχηματίζονται από αντίστοιχες Ελληνικές, που αρχίζουν από δασυνόμενο φωνήεν. Π.χ. «ἵδρως > γίdρους = ο ιδρώτας», «ὑνἰ > γυνί = εξάρτημα αρότρου), «γιρeαζίλ’» (= ῥεζίλι > γιρeαζίλ’), «γιρακhé» (= τσίπουρο, ῥακή > γιρακή > γιρακhé), κ.λ.π.

Από την παραπάνω ανάλυση αποδεικνύεται η ελληνικότητα της Μυσhιώτικης λέξης «γιραχάτ’» και ως εκ τούτου αυτή δεν είναι Τουρκική, όπως άλλοι αποφαίνονται. Το ίδιο βεβαίως ισχύει και για την λέξη της δημοτικής «ραχάτι», για την οποία επικρατεί η άποψη ότι αυτή είναι Αραβική. Στην Τουρκική γλώσσα υπάρχει βεβαίως  η λέξη «rahat» (= άνεση, ανάπαυση, βόλεμα, άνετος, αναπαυτικός, βολικός, ήρεμος, αβίαστος, ευμαρής),[8] η οποία όμως, με βάση την παραπάνω ανάλυση, θεωρώ ότι πρόκειται για λέξη «δάνειο», που πήρε από την Μυσhιώτικη γλώσσα. Εξ άλλου,  το «ῥαχάδην» του Ησυχίου, που προκύπτει από το Ομηρικό ουσιαστικό, η «ῥάχις» (= ῥάχις, ῥάχη),[9]έχει γραφεί περί το 500 μ.Χ., τουτέστιν, τουλάχιστον 5,5 αιώνες πρό της εμφάνισης των Τούρκων, στην περιοχή της Μ. Ασίας, όπου ζούσαν οι πρόγονοί μας, οι «Μυσhιώτ’» (= Μυσhιώτες).

Από την Τουρκική λέξη «rahat» σχηματίζονται και οι ακόλουθες, που θεωρώ ότι και αυτές είναι λέξεις «δάνεια»: «rahatça» (= άνετα, εύκολα, κ.λ.π.), «rahatlama» (= ανακούφιση, αγαλλίαση, κ.λ.π.), «rahatlamak» (= ανακουφίζομαι, ηρεμώ, ησυχάζω, κ.λ.π.), «rahatlatiki» (= καθησυχαστικός, ανακουφιστικός, κ.λ.π.), «rahatlatma» (= καθησυχασμός, κατευνασμός), «rahatlatmak» (= καθησυχάζω, ανακουφίζω, ηρεμώ, εκτονώνω), «rahatlatlik» (= άνεση, βολή, ησυχία, ξεγνοιασιά, κ.λ.π.), «rahatsiz» (= ενοχλημένος, ανήσυχος, αβόλευτος, κ.λ.π.), «rahatsizlanma» (= αδιαθεσία), «rahatsizlanmak» (= αδιαθετώ), «rahatsizlaşmak» (= αδιαθετώ), «rahatsizlik» (= ενόχληση, αδιαθεσία, ανησυχία, κ.λ.π.).[10]

Τέλος, η εν λόγω λέξη «γιραχάτ’», στην υπάρχουσα σχετική βιβλιογραφία, αναφέρεται αντίστοιχα ως εξής:

(α). Στο Λεξικό του Δ. Δημητράκου, αναφέρεται ως το «ραχάτι» (= ἀργία, ἀνάπαυσις, ξάπλα, χουζούρι), καθώς και ότι αυτή είναι Αραβική.[11]

(β). Στα Φάρασα, ως «ἰρεχάτhι» και ως «(ἰ)ραχάτι»[12] (= ἥσυχος), καθώς και ότι αυτή είναι λέξη Αραβική, που υπάρχει και στην Τουρκική, ως «rahat».[13]

(γ). Στον Πόντο, η εν λόγω λέξη στην μεν Κερασούντα αναφέρεται ως το «ραχάτιν» (= ἡσυχία), στην δε Τραπεζούντα και Χαλδία ως το «ραχάτ’». Επίσης, αναφέρεται και ότι αυτή προκύπτει από την Τουρκική λέξη, «rahat».[14]

(δ). Στο βιβλίο με τίτλο «MICTI ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ», αναφέρεται ως «γιραχάτ» (= ξεκούραση), καθώς και ότι αυτή προκύπτει από την Τουρκική λέξη «rahat».[15]

(ε). Στο βιβλίο με τίτλο «ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΟΥ ΜΙΣΤΙ», αναφέρεται, (με προφορά δημοτικής και όχι Μυσhιώτικη), ως «ραχάτ» (= ραχάτι), καθώς και ότι προέρχεται από την Τουρκική λέξη «rahatlik».[16]

(στ). Στην Κρητική διάλεκτο, η εν λόγω λέξη αναφέρεται ως «ραχάτι» = χουζούρι.[17]

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ 

[1] Λαβδάς, (Γλωσσικός Κώδικας),  2025, (Τόμ. Α΄), 189; Βλέπε την ανάλυση της λ. «γιραχάτ’».

[2] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε την λ. «ραχάτι».

[3] Το πρόσφυμα «j» είναι σημαντικός φθόγγος της Μυσhιώτικης γλώσσας, χωρίς τον οποίον δεν μπορεί να αποδοθεί γραπτώς η γλώσσα αυτή. Πρόκειται για πανάρχαιο φθόγγο της Ελληνικής γλώσσας, που ενώ στον γραπτό της λόγο έχει εγκαταλειφθεί, όμως συνεχίζει να προφέρεται, κατά την ομίλία αυτής, όπως π.χ. στην λέξη «παιδιά», όπου το «j» προφέρεται ως «γ», διότι λέμε «παιδγιά», στην λέξη «φωτιά», όπου το «j» προφέρεται ως «χ», διότι λέμε «φωτχιά», κ.λ.π. Ο φθόγγος αυτός με όλους τους κανόνες εμφάνισής και προφοράς του, αναλύεται μέσα σε 100 περίπου σελίδες, στον Τόμο Β΄ του «Γλωσσικού Κώδικα της Μυστής», που θα εκδοθεί, στις αρχές του έτους 2026.

[4] Ησυχίου Αλεξανδρέως, (Λεξικό), 1975: Βλέπε την λ. «ῥαχάδην».

[5] Τα πνεύματα της αρχαίας Ελληνικής, ήτοι, η ψιλή και η δασεία, στην Μυσhιώτικη γλώσσα συνήθως προφέρονται ως φθόγγοι, ως φωνήματα, που αναλύονται στα σχετικά κεφάλαια της συνολικής εργασίας μου, με τίτλο «Ο Γλωσσικός Κώδικας της Μυστής Καππαδοκίας, οι Φθόγγοι».

[6] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964: Βλέπε, για την τροπή του «δ» σε «τ», την Σημείωση 4, της ανάλυσης του γράμματος «δ. δ, δέλτα».

[7] Το άτονο καταληκτικό «ι» των ουσιαστικών ουδετέρου γένους, καθώς επίσης και άλλων λέξεων της Μυσhιώτικης γλώσσας, αποβάλλεται πλην συγκεκριμένων εξαιρέσεων, οι οποίες αναφέρονται στο κεφάλαιο για το φωνήεν γιώτα, «Ι, ἰ», στον Τόμο Β’, του «Γλωσσικού Κώδικα της Μυστής», που θα εκδοθεί  στις αρχές του έτους 2026.

[8] Faruk Tuncay – Καρατζάς, (Τουρκοελληνικό Λεξικό), 2000, 601: Βλέπε την λ. «rahat».

[9] Πανταζίδης, (Ομηρικό Λεξικό), 1999: Βλέπε την λ.«ῥάχις».

[10] Faruk Tuncay – Καρατζάς, (Τουρκοελληνικό Λεξικό), 2000, 601: Βλέπε όλες τις ως άνω λέξεις.

[11] Δημητράκος, (Λεξικό), 1964:Βλέπε την λ. «ραχάτι».

[12] Όπου το αρχικό «(ἰ)» ίσα-ίσα που ακούγεται.

[13] Αναστασιάδης, (Ανάρτηση στο διαδίκτυο), 1979, 94: Βλέπε την λ. «ἰρεχάτhι».

[14] Παπαδόπουλος Α., (ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΠΟΝΤΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ), 1961, (Τόμ. 2ος), 247: Βλέπε την λ. «ραχάτιν».

[15] Κοιμισόγλου, 2006, 207: Βλέπε την λ. «γιραχάτ = ξεκούραση < τουρκ. rahat».

[16] Κοτσανίδης, 2004, 182: Βλέπε την λ. «Ραχάτι».

[17] Ροδάκης, (Λεξικό), 123: Βλέπε την λ. «ραχάτι».

ΒΙΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αναστασιάδης, Βασ. 1979. Τουρκικές Λέξεις στο Φαρασιώτικο Ιδίωμα, Γρεβενά : Αναρτημένη στην εξής Ιστοσελίδα:

https://www.oeaw.ac.at/fileadmin/kommissionen/vanishinglanguages/Collections/Greek_varieties/Cappadocian_Greek/Bibliography_pdfs/Anastasiadis_1980_-_Turkikes_farasiotika.pdf

Δημητράκος, Δ. 1964. Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης, Αθή-να: Εκδοτικός Οργανισμός «Ελληνική Παιδεία».

Ησυχίου του Αλεξανδρέως, Λεξικό: Εκδόσεις ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, (Αναστατική Έκδοσις Αθήνα 1975).

Κοιμισόγλου Συμ., 2006. Μιστί Καππαδοκίας, Θεσσαλονίκη : Εκδόσεις «ναῦς», ILP productions.

Κοτσανίδης Λαζ. 2004. Το Γλωσσικό Ιδίωμα του Μιστί: Εκδόσεις, Γνώμη Κιλκίς – Παιονίας.

Λαβδάς Γ., 2025. Ο ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ της Μυστής Καππαδοκίας. Οι Φθόγγοι, Τόμ. Α΄ (Α-Ε). Λάρισα.

Πανταζίδης, Ι., 1999. Ομηρικό Λεξικό, Αθήνα: Εκδόσεις «ελευθερη σκεψις».

Παπαδόπουλος, Α. Ανθ., 1961. Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου, (Επιτροπή Ποντιακών Μελετών), Τόμ. 2ος (Α-Λ), Αθήνα:  Τυπογραφείον Μυρτίδη.

Ροδάκης, Ι., Θ., Το Κρητικό Λαλολόγιο, ΟΪ ΑΛΛΗ ΑΚΑΤΕΧΙΑ (ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΑΓΝΟΙΑ).

Faruk Tuncay – Καρατζάς Λεων., 2000. Τουρκο-Ελληνικό Λεξικό, Αθήνα: Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού.

***